Κείμενο: Νίκος Μέντζας
Στις 23 Απριλίου του 1827 αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 45 ετών, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Στις 23 Απριλίου του 1827 αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 45 ετών, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Ο γιος της καλογριάς γεννήθηκε στην Σκουληκαριά Άρτας, στο μοναστήρι “Κοίμησις της Θεοτόκου” (κατά άλλους στο Μαυρομμάτι της Καρδίτσας) στις 23 Ιανουαρίου του 1782. Πατέρας του ήταν, μάλλον, ο περίφημος αρματολός Δημήτριος Καραΐσκος. Όταν γεννήθηκε, η μάνα του (Ζωή Ντιμισκή) τον αφαλόκοψε και ύστερα τον φάσκιωσε με κάτι πατσαβούρια. Μεγάλωσε μόνος του ανάμεσα σε ξένους, σε πολύ δύσκολες συνθήκες μιζέριας και απαξίωσης, γι’ αυτό κι όταν είχε πια αναδειχθεί σε μεγάλο οπλαρχηγό συνήθιζε να λέει: “Ο αληθινός αφέντης είναι εκείνος πούκαμε πρώτα δούλος. Όμως αλί στον αφέντη που δούλος γίνηκε”. Παρόλα αυτά, σε πολύ μικρή ηλικία (πριν τα δεκαπέντε του χρόνια) βγήκε στο κλαρί κι έγινε κλέφτης.
Τα χρόνια πριν την επανάσταση, τα πέρασε στην αυλή του Αλή Πασά όπου έμαθε λίγα γράμματα και παντρεύτηκε την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου με την οποία απέκτησε την Πηνελόπη, την Ελένη (Νίτσα) και τον Σπύρο. Την παραμονή του εκεί την εκμεταλλεύθηκε για να έρθει σε επαφή με άλλους αγωνιστές και Φιλικούς, ενώ ασχολήθηκε και με το εμπόριο σφαγίων. Στην κατάλληλη συγκυρία, μέσα από διπλωματικά τεχνάσματα, φρόντισε να διαχωρίσει την θέση του. Οι εμπειρίες όμως που αποκόμισε αυτή την περίοδο συντέλεσαν σε σημαντικό βαθμό στην μετέπειτα στρατηγική του σκέψη και δράση.
Το 1821, με το ξέσπασμα της επανάστασης, γίνεται καπετάνιος, αρματωλός στα Άγραφα και ξεκινάει με λίγους αγωνιστές τις μάχες. Στο Κομπότι, τον Μάιο και τον Ιούνιο, με σαράντα ακόμη αρματωλούς, σκαρφαλωμένος σε κάτι κατσάβραχα ανοίγει διάλογο με τους Τούρκους:
- Ουχά, κιότηδες, σταθείτε ωρέ να πολεμήσετε!
- Ποιός είσαι εσύ ωρέ, που θα μας πεις κιότηδες;
- Είμαι ο γιος της καλογριάς και σας χέζω!
- Εμάς, γκιαούρη, χέζεις;
- Εσάς μεμέτηδες!
- Περίμενε, μπάσταρδε να σε πιάκουμε, να σε σουβλίσουμε και τότες βλέπεις τι θα κρένει ο πισινός σου!
- Εμένα, ωρέ, θα σουβλίσετε;
- Εσένα, ωρέ Καραϊσκάκη!
- Αμ τότες σταθείτε να ακούσετε από τώρα τι κρένει ο πισινός μου! Ξεβρακώνεται και τους δείχνει τον πισινό του.
- Να, ωρέ Τούρκοι!
Όπως αναφέρει και ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματα του: “Της 8 Γιουνίου ξαναπήγαν πίσω εις το Κομπότι ο Καραϊσκάκης και ο Κουτελίδας με τους ολίγους Έλληνες και πολέμησαν ως έξι ώρες και σκοτώθηκαν κάμποσοι Τούρκοι και πληγωθήκανε. Επληγώθη και ο Καραϊσκάκης εις τη φύση, περιπαίζοντας τους Τούρκους τους γύρισε τον κώλο και πληγώθη”. Αυτού του είδους η (φραστική) πολεμική, πριν και κατά την διάρκεια της μάχης, ήταν σύνηθες φαινόμενο μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, μια προσπάθεια ψυχολογικής επιβολής. Τον Δεκέμβριο του 1822 στο Αγρίνιο, όταν μαθαίνει πως μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή ξεκινάει για τα Άγραφα. Εκεί, με χίλιους αγωνιστές, πιάνει τα στενά του Σοβολάκου, πάνω απ’ τον Άι Βλάση. Έπειτα φτιάξανε ταμπούρια στο σημείο και όταν φάνηκε ο τούρκικος στρατός, προειδοποίησαν να μην προχωρήσει άλλο γιατί θα τον χτυπήσουν. Στέλνει ο αγάς τότε απεσταλμένο και μηνύει στον Καραϊσκάκη:
- Ο πασάς και οι μπέηδες ξέρουν τις ανάγκες σου και σου δίνουν πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια για να τραβηχτείς από κει.
- Πες τους, ωρέ, πως μ’ όλα τα πλούτια του κόσμου δεν με αγοράζουνε. Παράδες από τέτοιους κιότηδες δεν παίρνει ο Καραϊσκάκης. Να ξεκουμπιστούν από δω γιατί θα τους βαρέσω!
Κατά την διάρκεια της μάχης, οι Τούρκοι, οδηγημένοι από ανθρώπους που ήξεραν την περιοχή κυκλώνουν το στρατό του Καραϊσκάκη. “Εδώ θα πεθάνουμε όλοι όσοι μείναμε!”, φωνάζει ατρόμητος ο καπετάνιος. Ψυχώνονται, τότε, τα παλικάρια του και με το σπαθί στο χέρι πιάνουν στο κυνήγι τον εχθρό. Διακόσιοι Τούρκοι χαθήκανε και είκοσι Έλληνες. Στα τέλη του Μαϊου του 1823 οι Οθωμανοί με τον Γιουσούφ Πασά και τον Σελήχ Πασά κατεβάζουν 10000 στρατό στην ανατολική στερεά, ερημώνοντας τα πάντα στο διάβα τους. Άδικα ο Ανδρούτσος έκανε εκκλήσεις στους προεστούς να βοηθήσουν γιατί χάνετε η Ρούμελη. Οι πολιτικάντηδες της εποχής τρώγονταν μεταξύ τους για το ποιος θα “πρωτοφάει” τα δάνεια… Μέσα του Ιούνη, ο Μουσταή Πασάς Σκόδρας στρατοπεδεύει στα Τρίκαλα με 15000 ασκέρι και τον επόμενο μήνα στέλνει μήνυμα στον Καραϊσκάκη λέγοντας του πως είναι διορισμένος από τον σουλτάνο και ότι δεν θέλει να χύσει αίμα: “Όποιος θέλει να είναι με εμένα πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει, ας καρτερή τον πόλεμον μου. Δεκαπέντε ημέραις σας δίνω καιρό να σκεφθήτε”. Η απάντηση του Καραϊσκάκη, που τότε ήταν βαριά άρρωστος λόγω της φυματίωσης που τον ακολουθούσε παντού, ήταν αυτή:
“Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτσον μου τον ίδιονκι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έλθης κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω!”
Μαθαίνοντας για την επικείμενη επίθεση του Σκόδρα, ήρθε στο πλευρό του Καραϊσκάκη - ο οποίος δεν συμμετείχε τελικά, όντας σε πολύ άσχημη κατάσταση - ο Μάρκος Μπότσαρης με 1200 άντρες. Το βράδυ της 9ης Αυγούστου, εισβάλει κρυφά στο τούρκικο στρατόπεδο, προξενώντας τεράστιες απώλειες στους Τούρκους και παίρνοντας πολλά λάφυρα. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή ο Μάρκος Μπότσαρης. Στο μεταξύ, ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς του Καραϊσκάκη, ο πολιτικάντης ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που έβλεπε τον οπλαρχηγό σαν κίνδυνο για τις προσωπικές του βλέψεις - και κατά συνέπεια και των ξένων αφεντικών του - σκαρώνει μια εκστρατευτική επιχείρηση στο Αγρίνιο και στέλνει μήνυμα στους Μεσολογγίτες αρχηγούς να κατευθυνθούν προς τα εκεί. Ο Μαυροκορδάτος, σαν γνήσιος πολιτικάντης που ήταν, διακατεχόταν από μεγάλη έπαρση και επεδίωκε να δοξαστεί, εκτός από μεγάλος… πολιτικός, και σαν μεγάλος στρατηγός (παρόλο που απέτυχε παταγωδώς σε όσες εκστρατείες επιχείρησε). Κατά τα μέσα Μαρτίου του 1824, στο Αιτωλικό ο Νότης Μπότσαρης συναντιέται με τον Καραϊσκάκη και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Για πού τραβάτε;
- Κι εμείς δεν ξέρουμε, τραβάμε για το Μαχαλά. Κι όπου μας διορίσει η κυβέρνηση θα πάμε.
- Ποια κυβέρνηση, ωρέ καπετάν Νότη; Ο Μαυροκορδάτος, το τζογλάνι του Ρεϊζ εφέντη, ο τεσσαρομάτης; Ποιος τον έκανε κυβέρνηση; Εγώ και οι άλλοι δεν τον γνωρίζουμε. Σύναξε δέκα χαλέδες και τον υπόγραψαν για να χάβουν τους λουφέδες. Αυτοί τον υπόγραψαν. Πρώτος εσύ που όλα τα πράματα θες να ‘ρχονται με τον ζουρνά. Ο Σκαλτσάς, η καμπάνα ντανγκ - ντανγκ! Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, όπου μόνο το κεφάλι του ξέρει να ταράζει και να λέει πέκεϊ εφέντιμ στον Μαυροκορδάτο! Ο Μήτσος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτανε γυναίκα δεν εχόρταινε με ογδόντα χιλιάδες φορές την ώρα! Ο ξινογαλο - Γιώργος Τζιόγκας… Δεν τον υπόγραψε ο πούτσος μου και να δω τι λογιώ σεφέρι θα κάνετε.
Έφτασαν αυτά τα λόγια και στα αυτιά του Φαναριώτη δολοπλόκου και θίχτηκε η υπόληψή του. Στο Μεσολόγγι πιάσανε τότε οι άνθρωποι του Μαυροκορδάτου ένα ανίψι του Καραϊσκάκη και το κάνανε τόπι στο ξύλο. Μόλις το έμαθε αυτό ο Καραϊσκάκης δίνει εντολή σε μια ομάδα να πάει στο Μεσολόγγι και να του φέρουν δεμένους τους προεστούς. Στέλνει μήνυμα και ο Μαυροκορδάτος στους καπετάνιους να παρατήσουν την “εκστρατεία” (του) και να πάνε να συλλάβουν τον Καραϊσκάκη, καθώς “σήκωσε δικό του μπαϊράκι”, και υπογράφει στις 30 Μαρτίου 1824 την παρακάτω διαταγή:
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Κατά την υπ’ αριθμ. 1125 διαταγήν
Διατάττεται
α’) Ο πανιερώτατος άγιος Άρτης Πορφύριος, ο στρατηγός Ν. Στουρνάρης, και οι κύριοι Πάνος Γαλάνης, Τάτζης Μαγγίνας και Σωτήρης Γιώτης διορίζονται συνήγοροι εκ μέρους της Διοικήσεως.
β’) Ούτοι θέλουν παρουσιάσει ενώπιον της διορισθείσης επιτροπής τα δικαιώματα του έθνους εναντίον του καπ. Γεώργιου Καραϊσκάκη, και όσων άλλων ήθελαν φανή ένοχοιεπιβουλής κατά της πατρίδος κατά τον νόμον της Επιδαύρου.
γ’) Η παρούσα να σταλή εις αντίγραφον προς τους ειρημένους συνηγόρους, οίτινες ισχύουσι δια μόνην την αυτήν υπόθεσιν.
Τη αυτή ημέρα
Α. Μαυροκορδάτος
Οι περισσότεροι συνήγοροι που ανήκαν στην παράταξη του Μαυροκορδάτου ήταν της ίδιας ιδιοσυγκρασίας με τον Φαναριώτη μηχανορράφο που αγωνιζόταν για προσωπικά οφέλη… Στήνουν τότε στον Καραϊσκάκη, σε συνεργασία με τον πολιτικάντη, μια κατηγορία ότι τα ταίριαξε με τον Ομέρ Βρυώνη και τον Γιουσούφ πασά για να τους βοηθήσει να μπουν στο Μεσολόγγι, να πιάσει εκείνος τον “πατριώτη” Μαυροκορδάτο και τον Μπάιρον και να τους παραδώσει στους Τούρκους…
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος |
Οι περισσότεροι συνήγοροι που ανήκαν στην παράταξη του Μαυροκορδάτου ήταν της ίδιας ιδιοσυγκρασίας με τον Φαναριώτη μηχανορράφο που αγωνιζόταν για προσωπικά οφέλη… Στήνουν τότε στον Καραϊσκάκη, σε συνεργασία με τον πολιτικάντη, μια κατηγορία ότι τα ταίριαξε με τον Ομέρ Βρυώνη και τον Γιουσούφ πασά για να τους βοηθήσει να μπουν στο Μεσολόγγι, να πιάσει εκείνος τον “πατριώτη” Μαυροκορδάτο και τον Μπάιρον και να τους παραδώσει στους Τούρκους…
Την 1η Απριλίου του 1824 μαζεύονται όλοι στην εκκλησία της Παναγίας, στο Αιτωλικό για την κατάπτυστη δίκη. Ο Καραϊσκάκης προσκυνάει τις εικόνες, στέκεται έπειτα στην μέση της εκκλησίας και ρωτάει:
- Πέστε μου, ορθός θα σταθώ ή θα καθίσω;
- Κάτσε, γιατί είσαι ασθενής.
Ο Κασομούλης διηγείται:
“Του έφεραν ένα προσκέφαλο διότι το έδαφος ήταν πλάκες μάρμαρα, να μη βλαφθή από το ψύχος.
Πορφύριος:
- Καραϊσκάκη, η πατρίς εσχάτως, λαβουσα υποψίαν από τα κινήματά σου, έχουσα καί διδόμενα από μερικάς σου ανταποκρίσεις, σήμερον σέ προσεκάλεσεν εις το κριτήριον. Καραϊσκάκη, αφού με τόσας ανδραγαθίας εδόξασες τον εαυτόν σου και η πατρίς σε αντάμειψεν αναλόγως της υπολήψεώς σου, εφάνης αχάριστος εσχάτως.
Κανένας εξ ημών δεν επιθυμεί το κακόν σου. Είθε να είσαι αθώος. Οι λόγοι σου όμως, τούς οποίους έλεγες εις τον μέν καί εις τον δέ, και αι υστεριναί πράξεις σου δίδουν δικαίας υποψίας εις το Έθνος εναντίον σου. Έστειλες τον Κων. Βουλπιώτην με διαβατήριόν σου κρυφά και πήγεν εις Ιωάννινα. Τι δουλειά είχε ο Βουλπιώτης εις Ιωάννινα και τι διαβατήριον έπρεπε να δώσεις εις αυτόν χωρίς την άδειαν των δημοσίων αρχών; Εως να επιστρέψει ο Βουλπιώτης προκαταλαμβάνει την Άρταν ο Ουμέρ πασιάς.
Ενώ ο Βουλπιώτης συλλαμβάνεται και ο Διευθυντής παραβλέπει το λάθος σου, πρίν καρτερέσεις την ικανοποίησιν από την Διεύθυνσιν με την παιδείαν των πταισάντων κατά σου, αρπάζεις το Βασιλάδι εξ εφόδου ωσάν από εχθρούς στέλνεις εις το Μεσολόγγι τούς στρατιώτας σου και ενώ τους υποδέχονται οι πολίται, δένουν τούς προκρίτους αυτών και σοί τούς φέρουν και εσύ ζητείς κατά αυτόν τον τρόπον και άλλην εκδίκησιν. Παρρησιάζονται τα πλοία τα εχθρικά έξω του Βασιλαδίου και οι Τούρκοι εις την Κακήν Σκάλαν.
Τα εναντία λοιπόν λόγια σου, αι πράξεις σου αυταίς σε έφεραν εις κριτήριον τούτο. Λοιπόν τι απολογίαν έχεις εις όλας αυτάς τας κατηγορίας;
Καραϊσκάκης:
- Απ’ όλα τούτα που με κατηγοράνε είδηση δεν έχω. Το Βασιλάδι τόπιασα γιατί ήθελα να πάρω γδικιωμό απ’ αυτούς που δείρανε τον άνθρωπο μου. Θύμωσα, δεν καρτέρεσα. Είδα ύστερα πως η Διεύθυνση γύρευε τον παιδεμό μου, μετάνοιωσα κι εγώ γι αυτό οπούκαμα. Τον Βαλπιώτη δεν τον έστειλα, μα πήγε για δικιά του δουλειά. Ήρθε και μου γύρεψε διαβατήριο. Την πρώτη φορά δεν τούδωκά. Ξέρω τον εαυτό μου αθώο. Το κριτήριο ας ξετάσει τον Βουλπιώτη κι εγώ ό,τι και να πάθω από τις μαρτυρίες του, και θάνατο και παλούκι, το δέχομαι μετά χαράς.
Εμφανίστηκε (σ.σ. αντί του Βουλπιώτη) μάρτυρας ο έπαρχος κύριος Γιάγκος Σούτζιος (σ.σ. φαναριώτης, φίλος του Μαυροκορδάτου) και τα είπεν.“
Να τι ανέφερε το τσιράκι ότι του είπε ο Καραϊσκάκης: "Που πηγαίνουν; Εγώ και εις τον Ουμέρ πασιά έγραψα, και εις Πάτρας, και εις Ναύπακτον, και το Μεσολόγγι το χάνουν πλην εκστρατείαν δεν κάμνουν αυτοί δια την Άρταν.”
Και συνεχίζει ο Κασομούλης:
- Εγώ, μωρέ, λέγει ο Καραϊσκάκης, σε τα είπα εσένα;
- Μάλιστα, λέγει ο Σούτζιος…
Στουρνάρας:
- Άν έχουμε κάτι σίγουρο μπορούμε να τονε δικάσουμε τον άνθρωπο και όχι για τα λόγια που είπε. Αμ ξέρουμε πως τόχει συνήθεια να λέει πολλά λόγια .
“Εκοίταξε με βλέμμα συμπαθητικόν ο Καραϊσκάκης τον Στουρνάρην.”
Γρηγόρης Λιακατας:
- Ακόμα δεν τελείωσε η κρίση, ειδεμή ως αύριο θα βγούνε πολλές μαρτυρίες στη φόρα. Πρώτη μέρα είν’ αυτή.
Καραϊσκάκης:
- Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.
Κριτής (σ.σ. Γαλάνης Μεγαπάνου):
- Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα διατί να τα λέγης έτζι;
Καραϊσκάκης:
- Το έχω χούι, κυρ Πάνο.
Κριτής:
- Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης:
- Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Και συ, κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής.
Τούτο λέγοντας ο Καραϊσκάκης, εκτύπησαν τα γέλοια όλοι και κριταί και λαός, και πήγαν και πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος.
Έτσι έληξε η πρώτη μέρα της δίκης. Την δεύτερη μέρα όμως, ο Μαυροκορδάτος βλέποντας ότι κινδύνευε να αθωωθεί ο Καραϊσκάκης και να πάρει αυτός την ρετσινιά, μέσα από τις ραδιουργίες που ο ίδιος έστησε, σκαρφίζεται πιο δραστικές κινήσεις. Ενώ στις υπόλοιπες καταθέσεις, ο Βουλπιώτης δεν είχε καταφερθεί ανοιχτά εναντίον του Καραϊσκάκη, τον πιάνει κρυφά ο Κώστας Μπότσαρης και τον βάζει να υπογράψει ένα χαρτί που είχε συντάξει με τον Μαυροκορδάτο, στο οποίο ανέφερε ρητώς ότι ο Καραϊσκάκης τον είχε στείλει στον Ομέρ Βρυώνη να του “πουλήσει” το Μεσολόγγι και μαζί να του παραδώσει και τους Μαυροκορδάτο και Μπάιρον. Εκείνη την μέρα βγαίνει η απόφαση για τον Καραϊσκάκη που έδινε και εντολή, ο λαός να αποφεύγει κάθε είδους επικοινωνία με τον “εχθρό της πατρίδας, εφόσον αυτός δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων (σ.σ. του Μαυροκορδάτου δηλαδή) και ζητήσει συγχώρησιν.”
ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ TΩN EΓΚΛHMATΩN ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ TΩN EΓΚΛHMATΩN ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
αρ. 1167Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Προς τους στρατιωτικούς και πολιτικούς αρχηγούς της Δ. Eλλάδος και προς πάντας τους Έλληνας.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, επειδή απαρχή ευρέθη σύντροφος των αρμάτων εις τον Ιερόν υπέρ της Ελευθερίας αγώνα, η Πατρίς τον τίμησε με αξιώματα. Πως εφέρθη ως εις την εκστρατείαν του Σκόνδρα, είναι γνωστόν εις όλους. Μ’ όλον τούτo η Πατρίς παρέβλεψε τα σφάλματά του, δια να τον τpαβήξη εις μεταμέλειαν. Ήλθε εις τας δύο χώρας επί προφάσει της ασθένειας του, και τον υπεδέχθησαν φιλοφρόνως. Άλλ’ αυτός δεν εφέρθη ως πατριώτης, και ως Χριστιανός. Αυθαδίασε να πιάσει άρματα εναντίον της πατρίδος. Έκαμε εκστρατείαν εναντίον του Μεσολογγίου. Έπιασε το φpoυριον του Βασιλαδίου, διώξας εκείθεν την φρουράν. Οι στρατιωται του έλαβαν δύω εκ των Προκρίτων της πόλεως ως αιxμαλώτoυς, από τους οφθαλμούς της Διοικήσεως, και έφεραν τούτους προς αυτόν την νύκτα, ευρισκόμενον εις το Ανατολικόν. Έξηγηθη δε και εις πολλούς ότι θέλει εμβάσει τούρκους εις την πατρίδα.
Διά ταύτα υποπτευθείσα η Διοίκησις, έλαβε τα ανηκoντα μέτρα, και διώρισεν επιτροπή τόπον επέχουσα στρατιωτικού Δικαστηρίου συνθεμένη υπo στρατηγούς και χιλιάρχους, οίτηvες εξετάσαντες αυτόν τε και όλα τα αίτια τα οποία καθ’ ημέραν ηυξαναν τας υποψίας εναντίον του.
Ευρήκαν, ότι ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκρισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδας. Ότι απo τον Όμερ - πασάν ζήτησε μπουγιουρντί δια να γένη καπιτάνος των Αγράφων. Ότι υπέσχετο εις τον εχθρό να πιάση την Tατάραιvαν με χίλιους στρατιώτες και συμβούλευσε να ευγη ο αποστάτης Βαρακιώτης με χίλιους εις το Ξηρόμερον, ότι υπεσχετο εις τον εχθρό να τραβηξη προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον της πατρίδας.Ότι ενώ εγίνοντο αυτά εις Μεσολόγγιον, συγχρόνως ευγήκεν ο εχθρικός στόλος απo Πάτρας και άραξεν εις το Βασιλάδι, και έγινε μυστική εκστρατεία Τούρκων από Καστέλια και Ναύπακτον εναντίον του Μεσολογγίου, η οποία δεν ευδοκίμησε, διότι ολίγοι σταθεροί Έλληνες τους κτύπησαν εις την Κακήν Σκάλαν και τους εγύρισαν οπίσω. Ή επιτροπή έλαβε τέλος πάντων πολλά διδόμενα δια να γνωρίση αυτόν επίβουλο της πατρίδος και προδότην.
Επειδή όμως η πατρίς αγαπά τα τέκνα της, και μακροθυμεί δια να τα, έλευθεpώσει από την απάτην, και να τα φέρη εις μετάνοιαν, να γνωρίσουν τα χριστιανικά χρέη των, απεφασίσθη παρά της διορισθείσης επιτροπής, τη συναινέσει όλων των παρευρεθέντων αρχηγών των αρμάτων και των πολιτικών και εδόθη προσταγή προς τον αυτόν Καραϊσκάκην να αναχωρηση αμέσως απ’ εδώ, μ’ όλο όπου είναι και ασθενής, όστις και ανεχώρησεν σήμερον.
Αν μετανοηση αληθώς και επιστρέψη εις τα χριστιανικά, και Ελληνικά χρέη του, ή Πατρίς θέλει λάβει την ευχαρίστησιν ότι τον εκέρδισεν, ει δ’ επιμείνει εις την κακίαν του, ας oψεται.
Σεις δε, αδελφοί, είδοποιείσθε δια του παρόντoς, ότι ο Καραϊσκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα και δεν έχει καμμίαν εξουσία παρά της Διοικήσεως. Μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμώv και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. Όσοι δε άπατηθέντες ηκολούθησαν αυτόν προσκαλούνται να γυρίσουν εις τα οπίσω, και να ενωθούν με τους αρχηγούς, τους υπερασπιστές της Πατρίδος. Πάντες, δε οι λοιποί Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν, εν’ οσω να μετανoήση και να προσπέση εις τo έλεoς του έθνους και ζητήση συγχώρησιν.
Εν Ανατολικώ την 2 Απριλίου 1824
Α. Μαυροκορδάτος
Οι στρατηγοί: Ν. Μπότζαρης, Ν. Στορνάρης, Γ. Τζιόγκας, Δ. Σκαλτζάς, Σ. Σκαλτζάς, Α. Βλαχόπουλος, Δ. Μακρής, Γ. Γιολδάσης
Οι χιλίαρχοι: Γ. Λιακατάς, Λ. Καραγιάννης, Σ. Κατζαρός
Οι καπιτάνοι: Κ. Βλαχόπουλος, Γ. Σουλτάνης.
Μετά την αναγγελία της απόφασης, ο Καραϊσκάκης, έχοντας πλέον την ρετσινιά του προδότη κολλημένη από τον πρίγκηπα, ζητάει πέντε - έξι μέρες για να ετοιμαστεί. Εκείνοι του δίνουν προθεσμία 48 ώρες. Την επόμενη μέρα σηκώνεται άρρωστος και με ογδόντα παλικάρια περνάει από το κτίριο της διοίκησης για να χαιρετήσει τους δικαστές του και να φύγει για την εξορία. Εκεί έχει στηθεί πλούσιο φαγοπότι. Στην μέση κάθεται ο “εκλαμπρότατος” (Μαυροκορδάτος) και δίπλα του ο μέχρι πριν λίγες ώρες κρατούμενος, Βουλπιώτης. “Η τιμή αυτή έγινε στον Βουλπιώτη για την τρίτη κατάθεση που έβγαλε από την δυσκολία τον Μαυροκορδάτο”, γράφει ο Κασομούλης. Λέει τότε ο Καραϊσκάκης, “Φάγε, ωρέ Βουλπιώτη, και συ, φάγε μαζί με τον πρίντζιπα και με τους στρατηγούς δια να θανατώσεις τον Καραϊσκάκη και συ πρίντζιπα δεν εντρέπεσαι να έχεις στο τραπέζι σου έναν ψεύτη και προδότη;” Και, απευθυνόμενος στους καπεταναίους: “Αδελφοί καπιτάνιοι, αν με καταδικάσατε δικαίως ο Θεός να με το στείλη στο κεφάλι ευθύς, κι αν αδίκως, ογλήγορα να σας το πέμψη εις το δικόν σας κεφάλι”. Και γυρίζοντας πάλι στον Μαυροκορδάτο, “Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσία μου με την έγραψες εις το χαρτί και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου τη γράψω εις το μέτωπό σου για να φανής ποιος είσαι”. Και χτύπησε το μέτωπο του με τα τέσσερα δάχτυλα δείχνοντας τον, “Εδώ!”. Ο ίδιος ο Κασομούλης, που αργότερα μετανιωμένος ακολούθησε τον Καραϊσκάκη, αναγκάζεται να ομολογήσει:
“Εγώ ήμουν ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός του Καραϊσκάκη δια τας προρρηθείσας αιτίας, πλην το συνειδός μου με έτυπτεν ότι διδόμενα καταδίκης δεν είχομεν… Η κατηγορία δεν εσαφηνίσθη μ’ όλον που εβγήκεν η αποκήρυξις… Είναι αληθινόν εις όλην αυτήν την περίστασιν ότι περισσότερον ωδηγήθημεν από τα πάθη παρά από την δικαιοσύνην… Με καιρόν κατάλαβα ότι το ολέθριον σύστημα της Αριστοκρατείας ήτον όπου κατεδίωκε τον άνδρα και η ιδιοτέλεια”. Και αλλού, “Ημείς ακολουθούσαμεν συνωμότας (κατά του Καραϊσκάκη) αριστοκράτας πολεμικούς (άνδρας), οίτινες εκαταγίνοντο (εις το) να ασφαλίσουν τα συμφέροντα των και όχι τα συμφέροντα της πατρίδος. Προσκολλημένος (εγώ) με τον Στορνάρην, ακολουθούσα τυφλώς εις το πνεύμα του ώς πρός τας διοικητικάς δοξασίας.”
Να τι λέει και ο Μακρυγιάννης:
“Ο Εκλαμπρότατος Μαυροκορδάτος ήταν σύνφωνος κι’ αυτός, ο Φαναριώτης, εις το σκέδιον να ξεκάμουν τους στρατιωτικούς. Το ’βαλε και αυτός σ’ ενέργεια ευτύς, άμα ήρθε στο Μισολόγγι, χωρίς να χάση καιρόν. Ηύρε πρόφαση η Εκλαμπρότη του εις το Μισολόγγι, ότι ο Καραϊσκάκης αγροικήθη με τους Tούρκους. Έβαλε ανθρώπους δικούς του, τους έκαμε κριτάς να τον περάσουνε από το κανάλι της δικαιοσύνης του, να τον σκοτώσουνε. Τον κρίναν και τον είχαν χαζίρι, κι αν δεν τον γλύτωναν οι συντρόφοι του, θα τον σκότωναν.
Ακούτε, εσείς; Ο Καραϊσκάκης, από δέκα χρονών παιδί κλέφτης, θα γύριζε με τους Tούρκους, οπού τους σκότωνε μέσα τους λόγγους και περπάταγε ξυπόλυτος από μικρό παιδί δια την λευτεριά. Ο Εκλαμπρότατος, το ζυμάρι των Tούρκων, ο δουλευτής αυτείνων, των Tούρκων, ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπημένος των τύραγνων, κατάτρεχε τον Καραϊσκάκη να τον καταδικάση εις θάνατον! Χαζίρι τ’ αργαλεία της δικαιοσύνης του και της αρετής του να τον πάνε εις τον Άδη, αφού γλύτωσε από τόσες πληγές και δυστυχίες, οπού υπόφερε δι’ αυτείνη την πατρίδα.
Σκότωμα τον Καραϊσκάκη, ότι δεν είναι κόλακας του Μαυροκορδάτου, δεν είναι ποταπός καθώς εκείνοι οπού τον κολακεύουν. Η γυναίκα με τα μουστάκια, ο Κωσταμπότζαρης, ο Στάικος και οι άλλοι του όμοιοι, οπού τον θυμιατίζουν και τους θυμιατίζει, τον λένε "Εκλαμπρότατον” και τους λέγει “γενναιότατους”, πού αγωνίστηκαν αυτείνοι, οι φίλοι σου οι Γενναιότατοι; Εσύ, Εκλαμπρότατε, από τον καιρόν οπού κόπιασες όλο νέα πράματα ήφερες εις την πατρίδα, διαίρεσιν αναμεταξύ μας δεν είχαμε, φατρίαν μας ήφερες, νέον φρούτο σ’ εμάς τους Έλληνες, παραλυσίαν κι αφανισμόν. Αν πιτύχαινες να σκοτώσης τον Καραϊσκάκη, πού θα τον βρίσκαμε όταν η Ρούμελη γιόμωσε Τουρκιά και προσκύνησαν όλοι από την καλή σας κυβέρνησιν κι αρετή, οπού δείξετε εις την πατρίδα όλοι εσείς οι πολιτικοί; Αυτός ο Tούρκος, ο Καραϊσκάκης, σύναξε όλους τους οπλαρχηγούς και πήγε μαζί μ’ αυτούς με τα ίδια τους έξοδα και θυσίες, κ’ έχοντας όλη την αγάπη σ’ αυτόν, πήγαν και ξαναλευτέρωσαν την πατρίδα και εις την Αράχωβα και Δίστομον στήσαν πύργους με κεφάλια των Tούρκων. Πώς δεν πάγαινες κ’ εσύ, Εκλαμπρότατε, πώς δεν πάγαινε ο άλλος Εκλαμπρότατος, ο τζίτζιλε φίτζιλε συναδελφό σου Κωλέτης; Πώς δεν πάγαινε ο Εκλαμπρότατος Μεταξάς, ο Κόντε Λάλας οπού μάτωσε το χέρι του εις το Λάλα και θέλει όλη την Ελλάδα να πάρη υποστατικόν, να ξαγοραστή το πολυτίμητό του αίμα οπού ’χυσε εις το Λάλα; Βέβαια αυτός θυσιάστη, ο Κόντε Λάλας, ο Εκλαμπρότατος. Και συνφωνείτε όλοι εσείς να σκοτώσετε τους οπλαρχηγούς και σημαντικούς στρατιωτικούς, οπού θυσιάστηκαν δια την πατρίδα και το ’βρετε σεις χαζίρι. Ο Γιαννούλη Νάκος, Κόντε Λάλα, τι σπίτι ήταν; Σημαντικόν, με τόση κατάστασιν κι’ όλα του τ’ αγαθά και τζιφτιλίκια. Κ’ έμεινε δυστυχής δια την πατρίδα. Κι’ ως γείτονας εσύ, Κόντε Λάλα, και ως σημαντικός, σ’ έκαμε κουμπάρον και του βάφτισες τόσα παιδιά. Και του διατίμησες την φαμελιά του, όσο οπού τον πέθανες κι’ αυτόν, τον τίμιον άνθρωπον, το σημαντικόν σπίτι της Ρούμελης.“
Σε ένα παραπλανητικό γράμμα που του έστειλε ο Στουρνάρης, τον Απρίλιο του 1824, λέγοντάς του να στείλει στους καπεταναίους που τον δίκασαν τα στρατεύματά του, και να μείνει ο ίδιος στο Γαρδίκι όντας άρρωστος, στέλνει την εξής απάντηση:
"Γενναιότατε αδελφέ
Έλαβα το γράμμα σου, είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτταις. Όποια θέλω (από τα δυο) θα μεταχειρισθώ. Ταύτα εις απάντησιν του γράμματος σου.
Γαρδίκι, την 15 Απριλίου (1824)”
Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια να ξαναπιάσει τα Άγραφα, πηγαίνει στο Καρπενήσι. Στις 27 του Μάη βάζει στην άκρη το “αρχηγιλίκι” των Αγράφων και προκειμένου να μην δημιουργηθούν εμφυλιακές εντάσεις, και να χαθεί και η Ρούμελη, ζητάει: “παρακαλώ να με συγχωρέση η Διοίκησις και όλοι οι Χριστιανοί και να μου σταλθή και μια ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως”. Ο “εκλαμπρότατος” όμως δεν καταδέχθηκε να τον συγχωρέσει κι έτσι ο Καραϊσκάκης κατέφυγε στο Ναύπλιο για να βρεθεί μια λύση. Εκεί, στις 25 Ιουνίου του 1824, του αναγνωρίστηκαν όλα τα αξιώματα.
Ο πολιτικάντης είχε στείλει ένα γράμμα στον Γ. Κουντουριώτη λέγοντας του τα παρακάτω:
“Όσον δια το σώμα του Καραϊσκάκη, αυτό διελύθη με την ευχή της Πατρίδος και δια τον ίδιον τον Καραϊσκάκην φρονώ αναγκαιότατον ή να κριθή και να καταδιωχθή κατά τα εγκλήματα του, ή να διωχθή εκτός της Πατρίδος. Μανθάνω ότι είναι κακά άρρωστος. Η φθίσις του εφθασεν ως τον τρίτον βαθμόν. Ίσως ο Θεός να μας αφαιρέση και αυτό το βάρος.”
Κατά τα μέσα του 1824, η κυβέρνηση έστειλε στον Μαυροκορδάτο 2.000.000 περίπου γρόσια για τις ανάγκες του έθνους, τα οποία βέβαια τα έφαγε μέχρι τελευταίου, για το καλό της πατρίδας… Ενώ σε συνέλευση στο Αιτωλικό, ερωτώμενος πού ξόδεψε τα χρήματα και τις συνεισφορές που του έστειλε η κυβέρνηση, απάντησε: “Τούτο είναι έργον της Κυβερνήσεως. Εις αυτήν μόνον θα δώσω λόγον. Τα εξόδευσα διά τας ανάγκας της πατρίδος. Κύριοι επίτροποι και οπλαρχηγοί δεν είναι μήτε του χαρακτήρος μου, μήτε εσάς συμφέρει να παρρησιάσω που εξόδευσα τα χρήματα. Σας λέγω δε ότι μόνον εις την κυβέρνηση ανήκει τούτο.” Φυσικά μετά από αυτό δέχθηκε τις θερμότατες ευχαριστίες των “συνεργατών” για το “έργο” του…
Το φθινόπωρο του 1825, ο Καραϊσκάκης γυρίζει στη Βοιωτία και έξω από τον Κραβασαρά στήνει καραούλι σε τούρκικο ασκέρι με εφόδια, που κατευθυνόταν προς το Μεσολόγγι. Οι Τούρκοι πανικοβάλλονται και σκορπίζουν. Τα εφόδια, που πήγαιναν όλα στον Κιουταχή, ο οποίος εκείνο το διάστημα πολιορκούσε το Μεσολόγγι, μένουν στα χέρια του Καραϊσκάκη και των αντρών του. Στις 28 του Σεπτέμβρη επιτίθεται και νικά την φρουρά του Κραβασαρά που ήταν από τα κέντρα εφοδιασμού του Κιουταχή. Στις 26 Οκτωβρίου επισκέφθηκε το Μεσολόγγι και παρατηρώντας τις θέσεις θαύμαζε την παλικαριά τους. Το 1826 συνέδραμε στην αντίσταση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου έξω από τα τείχη και βοήθησε με όσες δυνάμεις είχε στον ανεφοδιασμό και την παροχή σίτισης στους Μεσολογγίτες. Τα “Ελληνικά Χρονικά” έγραφαν τότε: “Εύγε, Γενναιόψυχε Καραϊσκάκη και λοιποί ακαταμάχητοι οπλαρχηγοί, πιστοί της φίλτατος πατρίδος υπέρμαχοι… Συσσωματωθείτε όσοι έξω του Μεσολογγίου με τον γενναιότατον στρατηγόν Γεώργιον Καραϊσκάκην…”. Τελικά το Μεσολόγγι έπεσε, παρά τις ηρωικές προσπάθειες των πολιορκημένων, στις 10 Απριλίου του 1826. Η πτώση του Μεσολογγίου οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στην έλλειψη διάθεσης για βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση και τους προεστούς…
Το καλοκαίρι του 1826, ο Καραϊσκάκης συναντιέται στο Άργος με τον Κολοκοτρώνη και μέσα σε κλίμα αδελφικό συμφωνούν για την από κοινού δράση τους σε Μοριά και Ρούμελη, η οποία όμως τελικά δεν ευόδωσε. Η εκτίμηση του Κολοκοτρώνη για τον Καραϊσκάκη, αλλά και οι στρατηγικές ικανότητες του γιού της καλογριάς φαίνονται σε μια κατοπινή χαρακτηριστική επιστολή του γέρου του Μοριά προς τον γιο του, Γενναίο: “Αν δεν ήτο αναγκαία η παρουσία μου εδώ, ήθελα αποφασίσει να υπάγω ο ίδιoς διότι από την σωτηρίαν των Αθηνών κρέμεται η τύχη της Πατρίδος μας, δια τoύτo η συνέλευσις έκρινε εύλογο να υπάγη η Γενναιότης σου, και σε διορίζω ως αντιπρόσωπόν μoυ και ως αρχηγόν της κατά των έχθρων εκστρατείας των Πελοποννησίων. Φτάνοντας εις Aθήνας θέλεις ακούσει τον Καραϊσκάκην ως άλλον πατέρα σου, διότι απo την ευπείθεια κρέμεται η διατήρησις των στρατοπέδων. Σας εύχομαι νίκας”.Στις 19 Ιουλίου ξεκινάει για την Στερεά όπου είχε εισβάλει ο Ομέρ πασάς και ο Κιουταχής. Μετά από προσωπική παρατήρηση των τοποθεσιών στρατοπεδεύει στην Ελευσίνα. Την πέμπτη μέχρι την όγδοη μέρα του Αυγούστου δίνει μάχες στην περιοχή του Χαϊδαρίου με τον τούρκικο στρατό, ο οποίος ανέρχεται σε 9000 περίπου. Εκεί ο συνταγματάρχης Φαβιέρος, εξαιτίας λανθασμένης τακτικής, οδηγεί το ελληνικό στράτευμα σε πανωλεθρία. Τελευταία στιγμή, ο Καραϊσκάκης βλέποντας όλα αυτά, ορμάει φωνάζοντας “Οποιανού, ωρέ, του βαστάει η καρδιά ας μ’ ακολουθήσει!” και δίνει εντολή “Βαράτε μέσα στο σωρό σημαδεύοντας ψηλά!”, εννοώντας ως στόχο το τούρκικο ιππικό που αποδεκάτιζε το ελληνικό πεζικό. Ύστερα από μετρημένες κινήσεις και σωστή στρατηγική καθοδήγηση, το τούρκικο ασκέρι ηττάται συντριπτικά. Τον Οκτώβρη κίνησε βόρεια για την Βοιωτία και την Φθιώτιδα.
Στα μέσα του Νοέμβρη του 1826, ο κεχαγιάμπεης του Κιουταχή και ο Μουστάμπεης με δυο χιλιάδες ασκέρι, είχαν αποφασίσει να περάσουν από την Αράχωβα προς τα Σάλωνα για να επιτεθούν σε ελληνικό ασκέρι που είχε μπλοκάρει τους Τούρκους στο κάστρο. Το βράδυ της 18ης του μήνα, στο Δίστομο, ο Καραϊσκάκης δίνει εντολή στον Γαρδικιώτη Γρίβα, τον Γιώργη Βάγια και τον Χατζηπέτρο να ξεκινήσουν με πεντακόσιους άντρες για την Αράχωβα. Οι δύο πρώτοι να πιάσουν ταμπούρι μέσα, γι’ αυτούς που θα κατέβαιναν από τον Παρνασσό, και ο τρίτος να περάσει από το Δίστομο και να χτυπήσει από πίσω τον εχθρό. Στις 19, όταν το αρβανίτικο ασκέρι φάνηκε στην πλαγιά του βουνού, ξεκίνησε το τουφεκίδι και λίγη ώρα μετά ξεπρόβαλε και ο Μουστάμπεης με τον κεχαγιάμπεη, ερχόμενοι από το Ζεμενό, για να μπουν κι αυτοί στη μάχη. Από πίσω τους ακολουθεί ο Καραϊσκάκης με 800 άντρες, αφήνοντας τον εχθρό να διαβεί το στενό πέρασμα και να αποκλειστεί μέσα στην Αράχωβα. Μαντρωμένοι όπως είναι πλέον οι Τούρκοι, προσπαθούν να κινηθούν προς τα Σάλωνα μήπως και σωθούν, αλλά βλέπουν να έρχονται κατά πάνω τους ο Δυοβουνιώτης, ο Νάκος Πανουργιάς και ο Γιαννούσης Πανομάρας με το ασκέρι τους (ο Καραϊσκάκης είχε ειδοποιήσει τους καπετάνιους να έρθουν από τα Σάλωνα για να συνδράμουν στην μάχη). Έτσι οι Τούρκοι αναγκάζονται να περιοριστούν σ’ έναν τόπο λίγο πάνω από την Αράχωβα. Την επόμενη μέρα ο Καραϊσκάκης πλαισίωσε με δυνάμεις κάποια κομβικά σημεία από Ζεμενό, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο τον κλοιό.
Στις 21 οργανώνονται δυο τούρκικες ομάδες από τις γύρω περιοχές, με σκοπό να κινηθούν προς βοήθεια των πολιορκημένων. Οι Τούρκοι αναθαρρούν και επιχειρούν έξοδο την οποία αντιλαμβάνεται εγκαίρως ο Καραϊσκάκης και περνώντας από τ’ ασκέρια φωνάζει: “Πού είσαι Νικηταρά; Πού είσαι Βάγια; Πού είσαι Πανουργιά; Πού είσαι Πανομάρα; Τρεχάτε, Έλληνες, μη φύγουν οι Τούρκοι και ρεζιλευτούμε, ωρέ!”. Έτσι, το τούρκικο ασκέρι αναγκάζεται ανοργάνωτο να αποτραβηχτεί. Στο μεταξύ, οι Τούρκοι που έρχονταν από Ζεμενό βρίσκουν ελεύθερο το στενό και επιχειρούν να περάσουν. Από τις δυο πλαγιές ορμούν οι Έλληνες τρέποντας τους σε άτακτη φυγή. Στις 22 ξεκίνησε να πέφτει χιονόνερο και οι Τούρκοι αποθαρρυμένοι, προσφέρουν πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια για να τους αφήσουν να περάσουν. Ο Καραϊσκάκης προτείνει να ρίξουν τ’ άρματα και να παραδώσουν Σάλωνα και Λιβαδειά με εγγύηση την ομηρία των δυο αρχηγών του τούρκικου τμήματος. Οι Τούρκοι, βασιζόμενοι στην ελπίδα του ερχομού του Κιουταχή, αλλά και λόγω ηθικού γοήτρου, απορρίπτουν την πρόταση.
Στην μάχη της Αράχωβας |
Στις 21 οργανώνονται δυο τούρκικες ομάδες από τις γύρω περιοχές, με σκοπό να κινηθούν προς βοήθεια των πολιορκημένων. Οι Τούρκοι αναθαρρούν και επιχειρούν έξοδο την οποία αντιλαμβάνεται εγκαίρως ο Καραϊσκάκης και περνώντας από τ’ ασκέρια φωνάζει: “Πού είσαι Νικηταρά; Πού είσαι Βάγια; Πού είσαι Πανουργιά; Πού είσαι Πανομάρα; Τρεχάτε, Έλληνες, μη φύγουν οι Τούρκοι και ρεζιλευτούμε, ωρέ!”. Έτσι, το τούρκικο ασκέρι αναγκάζεται ανοργάνωτο να αποτραβηχτεί. Στο μεταξύ, οι Τούρκοι που έρχονταν από Ζεμενό βρίσκουν ελεύθερο το στενό και επιχειρούν να περάσουν. Από τις δυο πλαγιές ορμούν οι Έλληνες τρέποντας τους σε άτακτη φυγή. Στις 22 ξεκίνησε να πέφτει χιονόνερο και οι Τούρκοι αποθαρρυμένοι, προσφέρουν πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια για να τους αφήσουν να περάσουν. Ο Καραϊσκάκης προτείνει να ρίξουν τ’ άρματα και να παραδώσουν Σάλωνα και Λιβαδειά με εγγύηση την ομηρία των δυο αρχηγών του τούρκικου τμήματος. Οι Τούρκοι, βασιζόμενοι στην ελπίδα του ερχομού του Κιουταχή, αλλά και λόγω ηθικού γοήτρου, απορρίπτουν την πρόταση.
Το επόμενο διάστημα, μεγάλη σύγχυση κυρίευσε την τούρκικη μεριά, με τον Μουστάμπεη λαβωμένο από σφαίρα στο κεφάλι. Στις 24, μια ομάδα αποφασίζει με την βοήθεια του προδότη Ζελιγιανναίου και του Μαγγίνα, να διαφύγει από ένα μυστικό μονοπάτι. Ο Μαγγίνας, που εκείνο τον καιρό περιδιάβαινε τα χωριά με προσκυνοχάρτια που του είχε δώσει ο Κιουταχής, επί Όθωνα απέκτησε τον τίτλο του γερουσιαστή και ανέλαβε το πόστο του υπουργού των οικονομικών. Κόβουν το κεφάλι του ζωντανού, ακόμα, Μουστάμπεη, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού, και ξεκινούν. Το μαθαίνουν οι Έλληνες και ορμούν σχίζοντας την πομπή στα δυο. Εκεί ξεκίνησε σφαγή μέσα στο χιόνι που έληξε αργά το απόγευμα. Από τους δυο χιλιάδες Τούρκους που αποτελούσαν το διαλεχτό αυτό ασκέρι, βγήκαν ζωντανοί περίπου τριακόσιοι. Η μάχη της Αράχωβας ήταν μια ιδιαίτερα ταπεινωτική στιγμή και αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Φωτάκος γράφει σχετικά: “Η δε εκστρατεία του στρατηγού τούτου εκαθάρισεν ολίγον και τα πάντα έσωσε διότι εκτός των άλλων απεστόμωσε τους εξωτερικούς εχθρούς της Ελλάδος, οι οποίοι έλεγον εις τον Σουλτάνον, ότι όλη η Ρούμελη υπετάχθη εις τον Κιουταχήν, κι ότι οι Έλληνες πλέον δεν υπάρχουν, ειμή μόνον ραγιάδες”.
Λίγες μέρες μετά τη μάχη της Αράχωβας, ο Καραϊσκάκης μαθαίνει ότι τούρκικη πομπή με πραμάτεια προορισμένη για τα στρατεύματα του Κιουταχή και συνοδεία επτακοσίων οπλιτών κινούταν προς την περιοχή. Με το στρατηγικό του μυαλό λογαριάζει ότι η πομπή θα έκανε στάση, για να περάσει τη νύχτα, στο Τουρκοχώρι Λιβαδειάς. Στέλνει τότε ομάδα από το ασκέρι του να πιάσει πόστα στο χωριό, ενώ ο ίδιος σκόπευε να εμφανιστεί μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες του όταν οι Τούρκοι θα επιχειρούσαν υποχώρηση, για να τους αποκλείσει. Η συμπλοκή ήταν σύντομη, με πανικό από τη μεριά των Τούρκων και ιδιαίτερη αποφασιστικότητα από την ελληνική πλευρά. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο ίδιος ο Καρϊσκάκης σκότωσε τον Μεχμέτ πασά και στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν εκατοντάδες ζώα φορτωμένα με διάφορα εμπορεύματα.
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Φωτιάδη, που δείχνει πώς η επιβλητικότητα και στρατηγική ικανότητα του Καραϊσκάκη μπορούσε να ξυπνήσει το αγωνιστικό πνεύμα ακόμα και στους πιο δειλούς, παρουσιάζεται μέσα από ένα περιστατικό:
“Στο ασκέρι του, ανάμεσα σε άλλες χατζαρούλες, ήταν κι ένας κοντός, ασχημομούρης, σπανός, ξερακιανός με κουρελιασμένη και καταλυγδιασμένη μακριά φουστανέλα, που κανείς δεν ήξερε από που κρατάει η σκούφια του. Όπου ταπεινή δουλειά και αγγαρεία, αυτόνανε βάζανε τα παληκάρια να την κάνει.Του 'χανε κολλήσει το παρατσούκλι Κλανομάρω και μ’ αυτό πειραχτικά τον φώναζαν όλοι.Στον πόλεμο όμως της Αράχωβας η Κλανομάρω, όπως κι οι άλλοι ψυχογιοί κι οι χατζαρούλες, πέτυχε τέλος άρματα πέρνοντας τα από κάποιον σκοτωμένο οχτρό. Την άλλη κιόλας μέρα κρεμάει μπαλάσκα, ζώνεται σελάχι, χώνει σ’ αυτό μια μακριά κουμπούρα και παρουσιάζεται, καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι, στο φοβερό εκείνο στρατόπεδο. Το τι γίνηκε άμα είδαν τα παληκάρια έτσι αρματωμένη την Κλανομάρω δεν περιγράφεται. Τον πήραν από πίσω και τον παίναγαν για το παράστημα του, την λεβεντιά του, την αντρειωσύνη του. Κι ακολούθαγαν όσα γέλια ήθελες. Σε τούτον λοιπόν τον πόλεμο στο Τουρκοχώρι, καθώς ο Καραϊσκάκης καβάλα στ’ άλογο του κυνήγαγε τους Τούρκους, τραντάζοντας με τις φωνές του ολόγυρα τις ράχες, βλέπει ξάφνου κάποιον κρυμμένο μέσα σε μια πατουλιά. Θάρρεψε πως ήταν οχτρός και τραβάει από τη σέλα του μια από τις μπιστόλες του να τον βαρέσει. Η Κλανομάρω πηδάει τότες τρομαγμένη όξω φωνάζοντας:
- Μη καπετάνιε, εγώ 'μαι!…
Κρατάει τ’ άλογο του ο αρχηγός κι απορημένος τάχα τον ρωτά:
- Ωρέ εσύ εδω μέσα;
- Τι να κάνω καπετάνιε; Βούλωσε το ντουφέκι μου και δεν μπόργα να πολεμήσω.
Καμώνεται ο Καραϊσκάκης πως τον πιστεύει και του αποκρίνεται:
- Να ωρέ, πάρε το δικό μου και θέλω να μου φέρεις τούρκικα κεφάλια.
Του δίνει τον κοντό ασημόδετο και φλωροκαπνισμένο σισανέ του, χτυπάει τ’ άλογο του και φεύγει. Η Κλανομάρω σαν είδε πως ο Καραϊσκάκης του μπιστεύτηκε το ντουφέκι του -θα τον ζήλευαν γι αυτό και τα πιο αντρειωμένα ακόμη παληκάρια- φιλοτιμήθηκε τόσο, που γίνηκε μεμιάς άλλος άνθρωπος. Ορμάει μπροστά πρώτος ανάμεσα στους πρώτους. Σκοτώνει δυο Τούρκους, τους παίρνει τα κεφάλια και τα πάγει στον Καραϊσκάκη. Απο κείνη την μέρα όλοι πια σεβάστηκαν την Κλανομάρω κι από χατζαρούλα που ήταν, προβιβάστηκε σε παληκάρι”.
Μια χαρακτηριστική, επίσης, φράση του που δείχνει την ευφυία του ήταν η εξής:
“Όποιος θέλει να κουμαντάρη τους Έλληνες πρέπει να βαστάη ένα δισάκι γεμάτο, ομπρός το Χριστό, πίσω τους διαόλους και στη μέση το χρυσάφι.”
Στα μέσα του Δεκέμβρη, ο Καραϊσκάκης στέλνει εκκαθαριστική ομάδα, υπό τον Δημήτριο Μακρή, στα Κράβαρα, όπου πολλοί καπεταναίοι είχαν προσκυνήσει τον Σουλτάνο, με τα περίφημα προσκυνοχάρτια. Ο ίδιος ξεκινάει για να χτυπήσει 1800 Τούρκους και προσκυνημένους στο Κλημάκι, οι οποίοι σχεδίαζαν να κατέβουν στην Αττική για να βοηθήσουν τον Κιουταχή να καταλάβει ολοκληρωτικά την Αθήνα. Η επιχείρηση δεν δίνει κάποιο αποτέλεσμα, καθώς οι Τούρκοι είχαν ταμπουρωθεί και δεν επρόκειτο να βγουν για μάχη. Ως αποτέλεσμα, η ομάδα του Καραϊσκάκη αναγκάστηκε να μεταβεί στο Λιδωρίκι, όπου ο στρατηγός έρχεται σε σύγκρουση με τους οπλαρχηγούς της περιοχής, οι οποίοι δεν δέχονταν να παράσχουν τρόφιμα στους πολύπαθους στρατιώτες του “μούλου”.
Στις 18 Ιανουαρίου 1827, ξεκινάει για το Τουρκοχώρι. Εκεί είχε στήσει ορδί ο Ομέρ πασάς. Βαδίζει μέσα στα χιόνια για το Δίστομο, με τετρακόσια παλληκάρια, ο ίδιος μπροστά, παρόλη τη διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του. Στο Δίστομο βρίσκονταν τριακόσιοι Σουλιώτες. Στις 19, το τούρκικο ασκέρι ορμάει σύσσωμο πάνω στο χωριό, φέρνοντας σε πολύ δύσκολη θέση τους αμυνόμενους που πολεμούσαν με περίσσια ψυχή μέσα από τα σπίτια τους. Όταν πλέον ο κλοιός έχει αρχίσει να σφίγγει τρομακτικά, οι πολιορκημένοι γυμνώνουν τα γιαταγάνια και ορμάνε πάνω στους Τούρκους, οι οποίοι το βάζουν στα πόδια. Όλο αυτό το διάστημα, ο Καραϊσκάκης με τους δικούς του συνεχίζει, αθόρυβα, την πεζοπορία μέσα στο χιόνι για να μην τους πάρει χαμπάρι ο εχθρός. Τη νύχτα, όταν έχουν φτάσει πια έξω από το χωριό, αποφασίζει να περάσουν μέσα από το τούρκικο στρατόπεδο. Τα καταφέρνουν και μέσα σε λίγη ώρα, αφού πιάσανε τον εχθρό στον ύπνο, περνούν απέναντι και ενώνονται με τους Σουλιώτες. Με τον χαρακτήρα του και την προσωπικότητά του, ο Καραϊσκάκης κατάφερε να κερδίσει τους Σουλιώτες αγωνιστές. Σε έναν διάλογο που είχαν μαζί του, τον ρωτάνε:
Στις 18 Ιανουαρίου 1827, ξεκινάει για το Τουρκοχώρι. Εκεί είχε στήσει ορδί ο Ομέρ πασάς. Βαδίζει μέσα στα χιόνια για το Δίστομο, με τετρακόσια παλληκάρια, ο ίδιος μπροστά, παρόλη τη διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του. Στο Δίστομο βρίσκονταν τριακόσιοι Σουλιώτες. Στις 19, το τούρκικο ασκέρι ορμάει σύσσωμο πάνω στο χωριό, φέρνοντας σε πολύ δύσκολη θέση τους αμυνόμενους που πολεμούσαν με περίσσια ψυχή μέσα από τα σπίτια τους. Όταν πλέον ο κλοιός έχει αρχίσει να σφίγγει τρομακτικά, οι πολιορκημένοι γυμνώνουν τα γιαταγάνια και ορμάνε πάνω στους Τούρκους, οι οποίοι το βάζουν στα πόδια. Όλο αυτό το διάστημα, ο Καραϊσκάκης με τους δικούς του συνεχίζει, αθόρυβα, την πεζοπορία μέσα στο χιόνι για να μην τους πάρει χαμπάρι ο εχθρός. Τη νύχτα, όταν έχουν φτάσει πια έξω από το χωριό, αποφασίζει να περάσουν μέσα από το τούρκικο στρατόπεδο. Τα καταφέρνουν και μέσα σε λίγη ώρα, αφού πιάσανε τον εχθρό στον ύπνο, περνούν απέναντι και ενώνονται με τους Σουλιώτες. Με τον χαρακτήρα του και την προσωπικότητά του, ο Καραϊσκάκης κατάφερε να κερδίσει τους Σουλιώτες αγωνιστές. Σε έναν διάλογο που είχαν μαζί του, τον ρωτάνε:
- Δεν μας λες, ποια είναι τα προτερήματα που πρέπει να έχει ένας καπετάνιος για να κάνει αυτά που κάνεις κι εσύ;
- Να σας πω. Πρέπει να χει φρόνημα πετεινού (για να εξουσιάζει), καλοσύνη σκύλου (για να τον αγαπούν), παλικαριά και όψη λιονταριού (για να ναι άγρυπνος και γρήγορος) και πονηριά γυναίκας (για να ξεγελάει τους οχτρούς).
Έπειτα ξεκινάει την παρατήρηση των θέσεων του εχθρού. Βλέποντας την δύναμη του αντίπαλου στρατού, αποφασίζει να δώσει εντολή στους καπεταναίους στα Σάλωνα και στο Λιδωρίκι να αποκόψουν τον ανεφοδιασμό του τούρκικου στρατοπέδου απ’ έξω. Ο Ομέρ πασάς είχε το προνόμιο, σε σύγκριση με τον Καραϊσκάκη, να έχει στην διάθεση του ένα κανόνι που μετρίαζε τις κινήσεις του αντιπάλου. Στις 30 του μήνα ξεσπάει πολύωρη μάχη που βαίνει υπέρ των Τούρκων, οι οποίοι διέθεταν, εκτός των άλλων, και ισχυρή δύναμη τακτικού στρατού. Τις επόμενες μέρες, το τούρκικο κανόνι βάλλει ως και τριακόσιες μπάλες τη μέρα. Ο Καραϊσκάκης όμως δίνει εντολή τα όπλα να βαρούν χωρίς σταματημό, με τους γεμιστές και τους πυροβολητές σε διαρκή ροή δράσης, κατά μέτωπο και από τα πλάγια. Ο Ομέρ πασάς, που δεν περίμενε τέτοια αντίσταση, τα χάνει. Εν τω μεταξύ, ενώ πιάνει τρομερό κρύο και αγριεύει κι ο καιρός, μαθαίνει ότι έχει αποβιβαστεί και ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Αταλάντη κι έτσι βάζει την ουρά στα σκέλια και γυρίζει πίσω στην Εύβοια. Η μάχη του Διστόμου κράτησε μέχρι τις 6 Φεβρουαρίου και ήταν από τις μακρότερες μάχες του αγώνα. Αποτέλεσε όμως και το κύκνειο άσμα των Τούρκων στη Ρούμελη. Σε επιστολή του προς την συνέλευση, ο Καραϊσκάκης φρόντισε να επισημάνει την αναγκαιότητα για τον παλλαϊκό χαρακτήρα του αγώνα. “Ας λείψει πια το Μοραϊτες, Ρουμελιώτες, Νησιώτες, ας λογαριαζόμαστε ένα, όπως και είμαστε”. Ο στρατηγός πίστευε πως μόνο μέσα από μια πατριωτική και μετωπικού χαρακτήρα οργάνωση θα ερχόταν η απελευθέρωση.
Στα τέλη Φεβρουαρίου φτάνει στην Ελευσίνα, στρατοπεδεύει και καλεί όλα τα τμήματα σε σύμπτυξη. Την 1η του Μάρτη, μαζεύει όλους τους καπεταναίους για να τους ενημερώσει σχετικά με την έρευνα που έκανε, αυτοπροσώπως, για την επερχόμενη μάχη και να τους παρουσιάσει το πλάνο της γεωστρατηγικής διάταξης που είχε αναπτύξει.
- Καπιταναίοι, σας φώναξα να κουβεντιάσουμε να δούμε τι κίνημα θα κάνουμε. Η αλήθεια είναι πως όσα τραβήξαμε στη Ρούμελη ακόμα υποφέρουμε.Πολεμούσαμε γυμνοί, ξυπόλυτοι, δίχως παρά, δίχως τροφή. Με την βοήθεια όμως του θεού, την ευκή του έθνους μας και μονοιασμένοι καθώς σταθήκαμε, νικήσαμε και το χειμώνα και τους οχτρούς μας. Ξέρω βέβαια, πως ξοδέψαμε ό,τι κι αν είχε ο καθένας μας, δίχως τίποτα να απολάψουμε από τη διοίκηση. Πρέπει όμως να υποφέρουμε ακόμα, ώσπου να βγάλουμε πέρα τη δουλειά που πήραμε πάνω μας… Έβαλα με το νου μου να κάνουμε κανένα κίνημα να μη μένουμε αργοί. Θέλω να δω αν το λογαριάζετε για καλό κι εσείς, αλλιώς κάνουμε κανένα άλλο. Η θέση που διάλεξα να πιάσουμε και να ρίξουμε ορδί, βρίσκεται σιμά στους οχτρούς… Να, κείνη εκεί είναι η θέση που θα πιάσουμε, έχει κι ένα πηγάδι με μπόλικο νερό και μέρος να σιμώνουν τα καϊκια να βγάζουνε τροφές. Πήγα προψέ τη νύχτα με τον Γιαννάκη Λογοθέτη και την ξέταξα κι αυτήν διάλεξα απ’ όλο τον Φαληρέα. Είναι ένα τσογκρί εκεί γερό με πολλές πέτρες, να φτιάσουμε ταμπούρια. Επιθυμώ τώρα να μάθω αν κρίνετε κι εσείς εύλογο να στήσουμε ορδί εκεί.
- Αρχηγέ, αφού αποφασίσαμε ν σ’ ακούμε σ’ όλα, δεν είναι ανάγκη να ζητάς να σε συμβουλέψουμε για το τι θα κάνεις. Μας φτάνει που έκρινες εσύ πως είναι καλό το μέρος και δυνατή η θέση. Πρόσταξε μας λοιπόν να τελειώνουμε.
- Όχι! Όσα κάνουμε, θα τα κάνουμε όλοι μαζί. θέλω να 'μαστε όλοι σύμφωνοι στα κινήματα μας, για να μας βγούνε σε καλό.- Χωρίς να μας ρωτάς πιότερο, πες μας που πρέπει να κινηθεί ο καθένας μας.
Το βράδυ οι ομάδες των καπεταναίων χωρίστηκαν και ακολούθησαν το πλάνο.
“Ο Καλύβας με τα συντρόφια του όλοι σας ως τρακόσιοι νοματαίοι, με οδηγό τον Λογοθέτη, θα βγείτε με τα καϊκια στο Κερατσίνι και θα ταμπουρωθείτε σ’ εκείνο το τσογκρί όπου σας είπα. Εμείς οι άλλοι με τα χαλαμπαλίκια και την καβαλαρία μας, θα πάμε από ξηρά. Όμως το κίνημα να μείνει μυστικό γιατί άμα ερχόμαστε από το Δίστομο είδα να μας χαλεύουν κάτι τουρκολάτρες Μενιδιάτες. Μου 'πανε πως τριγυρνάνε στις κορφές κι ό,τι τηράνε το λένε στον Κιουτάγια. Άμα λοιπόν σκοτειδιάσει θα βαρέσει η τρουμπέτα και τότες θα κινηθούμε όλοι μαζί.”
Αφού πέρασε το τμήμα με τα καΐκια στο Κερατσίνι και το υπόλοιπο τμήμα από ξηράς, και ενώ τα πάντα ήταν έτοιμα, ο Καραϊσκάκης δίνει εντολή την τελευταία στιγμή να ταμπουρωθούνε όλοι στις θέσεις τους και να περιμένουν μέχρι το πρωί. Αυτό που είχε ανακόψει την προέλαση του σχεδίου ήταν η έγκαιρη παρατήρηση του Γιαννούση Πανομάρα, ότι τ’ ασκέρι που ήρθε από την ξηρά δεν προχώρησε συμπαγές. Παραπάνω από τους μισούς το είχαν βάλει στα πόδια…
Ο Καραϊσκάκης στο Φάληρο |
Αφού πέρασε το τμήμα με τα καΐκια στο Κερατσίνι και το υπόλοιπο τμήμα από ξηράς, και ενώ τα πάντα ήταν έτοιμα, ο Καραϊσκάκης δίνει εντολή την τελευταία στιγμή να ταμπουρωθούνε όλοι στις θέσεις τους και να περιμένουν μέχρι το πρωί. Αυτό που είχε ανακόψει την προέλαση του σχεδίου ήταν η έγκαιρη παρατήρηση του Γιαννούση Πανομάρα, ότι τ’ ασκέρι που ήρθε από την ξηρά δεν προχώρησε συμπαγές. Παραπάνω από τους μισούς το είχαν βάλει στα πόδια…
Την επομένη, πριν ακόμα χαράξει καλά, ο Καραϊσκάκης καβαλάει τ’ άλογό του και παίρνει μαζί του έναν πολεμιστή. Περνάει απ’ όλα τα μέρη και κάνει αναγνώριση της κατάστασης. Με το που αρχίζει να ροδίζει ο ουρανός, φτάνει στο Νέο Φάληρο και πλησιάζει ένα τούρκικο ταμπούρι. Εκεί βλέπει τους Τούρκους να κοιμούνται του καλού καιρού. Τότε τραβάει μια από τις πιστόλες του και τους βαράει φωνάζοντας “Τι κοιμόσαστε κερατάδες;” Πριν προλάβουν να καταλάβουν οι Τούρκοι τι έγινε, οι δυο καβαλάρηδες χάνονται. Φτάνοντας στο ορδί ο Καραϊσκάκης, “Ετοιμαστείτε ωρέ Έλληνες! Έρχονται οι Τούρκοι.”
Σε λίγο είχαν αρχίσει να ακούγονται οι τουφεκιές και τα σπαθιά. Οι Τούρκοι σάστισαν από την ορμή και το σθένος των Ελλήνων και έτσι πολλοί το έβαλαν στα πόδια και ακόμη περισσότεροι έπεσαν στη μάχη.
Το βράδυ στην “Μάντρα του Σαρδελά” ταμπουρώνονται περίπου 200 πολεμιστές, υπό την αρχηγία του Κασομούλη και του Γαρδικιώτη, παλεύοντας όλη νύχτα να την μετατρέψουν σε πολεμίστρα. Και στο στρατόπεδο ο Καραϊσκάκης εμψύχωνε τους υπόλοιπους. Το πρωί κάνει την εμφάνισή του ο Κιουταχής, επικεφαλής πολυάριθμου ασκεριού πεζών και έφιππων. Παρατάσσει μπροστά από την μάντρα πεζικό με την υποστήριξη κανονιών, και τους υπόλοιπους στέλνει να χτυπήσουν το ελληνικό στρατόπεδο. Σε λίγο, από τους κανονιοβολισμούς πέφτουν τα ντουβάρια της μάντρας και σηκώνουν τόση σκόνη που δεν φαίνεται τίποτα, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα παρατήρησης των εχθρικών πυρών. Τότε πετάγεται ένας και φωνάζει:
- Ποιανού, ωρέ, βαστάει η καρδιά του να βγει πάνω στο ταρατσάκι να μας δίνει σινιάλο;
- Εγώ παγαίνω!, φωνάζει ένα αμούστακο παιδί.
- Τράβα λεβεντόπαιδο!
Ο νέος έδινε το σινιάλο, πότε ανάβει το φιτίλι ώστε να πέφτουν στο πάτωμα. Οι Τούρκοι, εν τω μεταξύ, είχαν φέρει τόσο κοντά τα κανόνια που ένας από τους ταμπουρωμένους, πάνω στην οργή του, σημαδεύει και πετυχαίνει έναν Τούρκο πυροβολητή. Ο Καραϊσκάκης στέλνει μήνυμα με έναν ριψοκίνδυνο αγγελιοφόρο στους πολιορκημένους:
- Αντρειωμένοι, ο Καραϊσκάκης σας μηνά, να κρατήσετε όσο χρειάζεται κι εκείνος, άμα θα 'ρθει η ώρα, θα τρέξει να σας βοηθήσει!
- Γύρνα και πες στον αρχηγό να μην έχει την παραμικρή υποψία για μας. Πήραμε την απόφαση να πεθάνουμε εδώ. Μόνο να προσέχουν εκείνοι να μην τσακιστούν!
Τέσσερις ώρες βαράγανε τα κανόνια κι έπειτα οι Τούρκοι ετοιμάζονται για ρεσάλτο. Η οργάνωση μέσα στην μάντρα ήταν τόσο ακριβής, που τα τουφέκια λειτουργούσαν χωρίς σταματημό. Μόλις αρχίζουν τελειώνουν τα πυρομαχικά, οι Έλληνες βγάζουν τα γιαταγάνια και τις σπάθες από τις θήκες και μόλις δίνεται το σύνθημα ορμούν εναντίον του εχθρού. Η μάχη αρχίζει να φουντώνει και ο Καραϊσκάκης, έχοντας έτοιμο σχέδιο στο μυαλό του, στέλνει την καβαλαρία του Χατζημιχάλη εναντίον εκείνης του Κιουταχή. Εκεί ξεδιπλώνεται ένας πολεμικός ανεμοστρόβιλος που δεν αφήνει περιθώρια διάκρισης εχθρού και συναγωνιστή. Μετά από λίγο, το ελληνικό ιππικό (αυτό το τόσο μικρό σε αριθμό, αλλά τόσο μεγάλο σε σθένος) βγαίνει αλώβητο από τον ορυμαγδό. Οι ντελήδες, βλέποντας αυτό ορμούν ξοπίσω στο κυνήγι. Τότε ο Καραϊσκάκης, έχοντας κρατήσει τμήμα του πεζικού κρυφό, γι αυτόν ακριβώς το λόγο, το ρίχνει στη μάχη σπρώχνοντας τους Τούρκους στην παγίδα. Βλέποντας τους Τούρκους να κατατροπώνονται, πετάγονται κι από το Φάληρο τμήματα του Μακρυγιάννη, του Σωτηρόπουλου και του Χελιώτη, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να βάλλονται από τρεις μεριές.
Με το πέρας της μάχης, έτρεξε ο Καραϊσκάκης να ευχαριστήσει και να αγκαλιάσει τους μπαρουτοκαπνισμένους και άσπρους από την σκόνη αγωνιστές της μάντρας του Σαρδελά. Η νίκη αυτή στο Κερατσίνι επηρέασε πλήθος αγωνιστών από τις γύρω περιοχές και βοήθησε στην αναθάρρηση του στρατού του Καραϊσκάκη και των εξεγερμένων. Μάλιστα, η αριθμητική ανισότητα της μάχης τις δυο αυτές ημέρες ήταν συντριπτικά υπέρ των Τούρκων, με αναλογία περίπου 1 προς 8. Όπως γράφει και ο ιστορικός Σαράντος Καργάκος: “ο κλοιός πέριξ του Κιουταχή περιεσφίγγετο και ο Καραϊσκάκης επέτυχε τον μέγαν άθλον να πολιορκήση τον πολιορκούντα”. Παρόλα αυτά, η τελική έκβαση δεν είχε κριθεί ακόμα. Ύστερα από την έντονη αυτή συμπλοκή, Έλληνες και Τούρκοι έπιασαν τα ταμπούρια.
Στις 11 Μαρτίου επισκέφτηκε τον Καραϊσκάκη o Ελβετός γιατρός Andre Louis Gosse για να τον εξετάσει, αφού η φυματίωσή του είχε προχωρήσει κι άλλο.
“Τον συνάντησα κατά πρώτον εν τω όρμω Αμπελακίου επί της Ελληνικής φρεγάτας. Η υποδοχή μου υπήρξε φιλικωτάτη. Ο Καραϊσκάκης είναι ανήρ περίπου τεσσαρακοντούτης, ισχνός, ηλιοκαής, αναστήματος μετρίου και ευσταλούς, τα χαρακτηριστικά του κανονικά άνευ τελείας αναλογίας, το μέτωπον του ρυτιδωμένον, οι οφθαλμοί του ζωηροί άνευ αγριότητος και η βαθύχρους κόμη του ατημέλητος. Η ολίγον ανορθωμένη ρίς του, δεν έχει τον χαρακτήρα της πελασγικής φυλής, η φυσιογνωμία του είναι πονηρά άνευ ανειλικρινείας, οι τρόποι του ευγενείς και καλοκάγαθοι. Έχει το αίσθημα της υπεροχής, αλλά δεν αμελεί τους περικυκλούντας αυτόν έστω και υποδεεστέρους, προσλαμβάνουν δ’ ενίοτε οι τρόποι του αφέλειαν ελκυστική.
Ομιλεί ολίγα αλλά μετ’ ευχερείας και τόλμης, εξάπτεται δ’ ενίοτε και εκθέτει την γνώμην του μετ’ ειλικρινείας. Την ημέραν καθ’ ην παρουσιάσθην, η περιβολή του ήτο αρκετά απλή και η εκ βάμβακος και μετάξης ραβδωτή ενδυμασία του πλήρης εμβαλωμάτων. Όταν έδωσα εις αυτόν να εννοήση ότι ο Καραϊσκάκης με το ερρακωμένον του ένδυμα ήτο εξ ίσου το αντικείμενον της υπολήψεως μας, όπως ο Καραϊσκάκης με τα χρυσά γαλόνια, με ενηγκαλίσθη εις στιγμήν διαχύσεως και μοι είπεν γελών "σχισμένο ρούχο δεν κρατάει ζέστη”.
Εξασκεί αξιοσημείωτον επιρροήν επί των καπεταναίων και στρτιωτών του. Παρά την συνήθειαν των συναδέλφων του δεν ακολουθείται συνήθως εκ πολυαρίθμου συνοδείας, μόνον εις μικρός καπετάνιος, χωλός, ισχνός, δύσμορφος τον ακολουθεί πάντοτε. Τολμηρός, δραστήριος, καταρτίζει ταχέως σχέδιον εκστρατείας και εκτελών αυτό μετ’ ίσης ταχύτητος. Τοιούτος είναι ο πολεμιστής επί του οποίου βασίζονται σήμερον αι λαμπρότεραι ελπίδες προς απελευθέρωσιν των Αθηνών και της Αττικής.“
Τέσσερις μέρες μετά, φτάνει στο Κερατσίνι με 1500 άντρες ο γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γενναίος. Αφού αγκαλιάστηκαν, κάτσανε το μεσημέρι να φάνε λίγο ψωμί.
Εκεί του λέει ο Καραϊσκάκης:
- Να μου κάνεις την χάρη, Γενναίε, να μην κιντυνεύεις τόσο στις μάχες.
- Κι εσύ γιατί κιντυνεύεις;
- Μη βλέπεις εμένα. Αν πάθεις εσύ, πάει η Ελλάδα, ενώ αν πάθω εγώ δεν παθαίνει τίποτις.
- Πως το λες αυτό;
- Το λέω γιατί έτσι είναι. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος, κι αν πάει ο Γέρος, πάει η Ελλάδα, ενώ σαν εμένα έχει κι άλλους η πατρίδα.
Οι μάχες σώμα με σώμα, με τον Καραϊσκάκη στην πρώτη γραμμή, συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες.
Από τις 9 του μήνα είχε φτάσει στην περιοχή και ο λόρδος Τζόρτζ Κόχραν, ναύαρχος, μισθοφόρος που στάλθηκε για να "βοηθήσει” και να ηγηθεί του στόλου (άσχετα αν δυσκόλεψε την κατάσταση)… και κυρίως για να αποτελέσει το εχέγγυο της εξυπηρέτησης των αγγλικών συμφερόντων και των ντόπιων υπηρετών τους (Μαυροκορδάτος, Κουντουριώτης). Για να έχουν όμως οι Άγγλοι αποικιοκράτες εξασφαλισμένη και την στεριά έστειλαν κι άλλον μισθοφόρο, τον Ρίτσαρντ Τσώρτς, να αναλάβει την αρχιστρατηγία της χερσαίας διοίκησης. Ο Καραϊσκάκης ήταν κίνδυνος για τα αποικιοκρατικά συμφέροντα και έπρεπε να πεταχτεί στην άκρη, με οποιονδήποτε τρόπο…
Ο Μακρυγιάννης γράφει στα απομνημονεύματα του:
Ο Καραϊσκάκης και ο Μακρυγιάννης στην Ακρόπολη των Αθηνών |
Ο Μακρυγιάννης γράφει στα απομνημονεύματα του:
“Έφκειασαν την Συνέλεψη, διόρισαν τον ναύαρχον τον νέον, ότι γέρασε ο Μιαούλης, τον αρχιστράτηγον, ότι δεν δύνεται ο Καραϊσκάκης, και γράψαν μια διαταγή εις τον Καραϊσκάκη οι καλοί πατριώτες και τόλεγαν, ότι κιντύνευε η πατρίς… τότε έγραψαν του Καραϊσκάκη και τόπαιρναν τα συχαρίκια ότι διόρισαν τον Τζούρτζη - κι αυτός να είναι εις την οδηγίαν του. Στοχαστήτε, εσείς οι αναγνώστες, αυτείνη την εποχή ποιός είχε γνώση δια να σώση την πατρίδα - και ποιός να την χάση. Με τόση δύναμη ο Καραϊσκάκης δεν τους έφκειανε φλούδα όλους αυτούς;
Αφού είδε αυτό ο Καραϊσκάκης του κακοφάνη. Και σας λέγω, αυτό τον έκαμεν περισσότερον να πάγη να σκοτωθή. Με φώναξε εις το Τζερατζίνι και μόδειξε αυτείνη την διαταγή και πικρά μου το ξηγέταν. Και τον παρηγόρησα και του είπα, όσο να τελειώση η υπόθεση της Αθήνας να μην ξεσυνεριστή από αυτάς τίποτας. Όσους θέλουν να διορίζουν, οι άνθρωποι αυτόν ξέρουν αρχηγόν αυτεινού του κινήματος. Μου λέγει - Σήκου να φύγωμε, ότι αυτείνοι θέλουν να μας φάνε! Τον περικάλεσα με δάκρυα να μη μάτα το ειπή αυτό όσο να δοθή τέλος σε τούτο το κίνημα των Αθηνών.”
Τελικά ο Καραϊσκάκης έδειξε μεγαλοψυχία και αποκρίθηκε στην συνέλευση, “Αι Αθήναι να ελευθερωθώσι, τα μέσα του στρατοπέδου να μη λείψωσι και είμαι πρόθυμος να δεχθώ οποιονδήποτε αρχηγόν διορίσωσιν.”
Για να γίνει λίγο πιο κατανοητή η αντίληψη των Άγγλων αξιωματικών σε σχέση με την στρατιωτική εικόνα, να τι έγραφε ο Κόχραν αφού βγήκε στην ξηρά με το επιτελείο του, στις 9 Απριλίου, για να επιθεωρήσει το στράτευμα του οποίου ηγούταν:
“Θαυμάσια ήταν η εντύπωση που προκαλέσαμε. Οι χαρούμενες στολές μας κάνανε μια λαμπρή αντίθεση με τις σκοτεινόχρωμες φορεσιές των παληκαριών. Κάπου εφτά χιλιάδες στράτευμα είχε μαζευτεί. Ήταν όλοι όμοια ντυμένοι, δηλαδή φόραγαν κόκκινο φεσάκι με μπλού φουντίτσα, κοντές γκρίζες ή άσπρες καπότες, φουστανέλα και γκέτες απ’ αργασμένη κατσικίσια προβιά. Μερικοί είχανε τσαρούχια και άλλοι όχι. Πολύ λίγοι όμως μπορούσαν να περηφανευτούν για την πολυτέλεια ενός πουκάμισου.”
Μια από τις επόμενες μέρες, όταν οι καπεταναίοι ήταν μαζεμένοι στην σκηνή του Καραϊσκάκη, ρωτάει εκείνος, δήθεν:
- Που είναι ο αρχιστράτηγος μας; (εννοώντας τον Τσώρτς).
- Είναι στην γολέτα, του αποκρίνονται.
- Μα πως; Οι Ευρωπαίγοι στρατηγοί έτσι κάνουν πόλεμο; Κάθουνται μακριά απ’ τ’ ασκέρι τους, στα καράβια; Δεν βλέπουν φάτσα τον οχτρό;
Την 13η μέρα του Απρίλη, δίνεται μια λυσσαλέα μάχη μεταξύ των δυο αντιπάλων, μάχη που κατάφερε να τρέψει τους Τούρκους σε φυγή και να ενώσει τα ελληνικά στρατόπεδα που είχαν πιάσει ταμπούρια σε διάφορα σημεία. Σε κάθε μάχη του Απριλίου, αλλά και του Μάρτη, είχε αναγκαστεί να παίρνει μέρος στην πρώτη γραμμή και ο Καραϊσκάκης (με την υγεία του σε άσχημη κατάσταση) επειδή η τακτική του ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη των ξένων… στρατηγών που ήταν μαθημένοι σε κατά μέτωπον επίθεση, μια τεχνική που ήταν δύσκαμπτη για τα δεδομένα της κατάστασης. Εκτός αυτού, οι Άγγλοι δεν να τις ελληνικές τοποθεσίες, οπότε αδυνατούσαν να τις εκμεταλλευτούν στρατηγικά. Για τον λόγο αυτό είχαν έρθει αρκετές φορές σε ρήξη με τον Καραϊσκάκη. Καθ’ όλη την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, οι δυο ξένοι αρχιστράτηγοι δεν έδωσαν κανένα σημάδι στρατηγικής ευφυΐας. Τουναντίον, “δεν υπήρχαν”…
Στις 18 του ίδιου μήνα, μαζεύτηκαν οι οπλαρχηγοί στην σκηνή του στρατηγού για να καταστρώσουν τις λεπτομέρειες του πλάνου για την στρατηγική που θα ακολουθούσαν. 6000 περίπου θα έπιαναν ταμπούρια κατά μήκος του Παλαιού Φαλήρου κάθε νύχτα μέχρι να φτάσουν στην Αθήνα. 4000 στο πόστο της Καστέλας και του Πειραιά. Τα ασκέρια χωρισμένα, ώστε να έχουν δυνατότητα ευελιξίας και ελευθερία επιλογών, ώστε σε περίπτωση που βαλλόταν το ένα, το άλλο να μπορούσε να κινηθεί προς την Αθήνα. Οι υπόλοιποι θα φρόντιζαν να αποκόπτουν τον ανεφοδιασμό του εχθρού. Οι δυο φάλαγγες θα έπαιρναν μαζί τους τρόφιμα για τρεις μέρες και όσο περισσότερα φτυάρια και αξίνες μπορούσαν για να φτιάξουν τα ταμπούρια. Ο Τσώρτς και ο Κόχραν παρείχαν τα πολεμοφόδια των στρατευμάτων με το σταγονόμετρο, παρά τα συνεχή, ρητά μηνύματα του Καραϊσκάκη για το αναγκαίο της κατάστασης. Στις 22 του μήνα, μέρα της εφαρμογής του σχεδίου (είχε κανονιστεί να ξεκινήσει το βράδυ 22ης προς 23ης), ο Καραϊσκάκης πέφτει λίγο το μεσημέρι για να πάρει δυνάμεις γιατί ψηνόταν στον πυρετό. Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του και ακούει χαλασμό από τουφεκιές και κανονιές, παρά τις εντολές του για την αποφυγή κινήσεων που θα πυροδοτούσαν την συμπλοκή κατά τη διάρκεια της μέρας, προκειμένου όλο το βάρος να δοθεί στην σιωπηλή επιχείρηση της νύχτας. Πετιέται Έξω.
- Τι τρέχει ωρε;!
- Χτυπιούνται στο Βοϊδολίβαδο αρχηγέ!
- Φέρε τ’ άλογο! Παγαίνετε, ωρέ, να πείτε στον Χατζημιχάλη να μ’ ακολουθήσει μ’ όλη την καβαλαρία.
Αρπάζει το γιαταγάνι και χάνεται καλπάζοντας. Στο Φάληρο έχει ανάψει η μάχη και οι καπεταναίοι τρέχουν να ριχτούν μέσα. Ο Νικηταράς κάνει προσπάθεια με το ασκέρι του να πιάσει ένα τούρκικο ταμπούρι, αλλά τραυματίζεται, ενώ δίπλα του πέφτουν νεκροί πολλοί συναγωνιστές. Όταν φτάνει ο Καραϊσκάκης, βλέποντας την καταβαράθρωση του ηθικού των Ελλήνων που βρίσκονταν σε ομολογουμένως δύσκολη θέση, ορμάει μπροστά για να το αναπτερώσει. Εκείνη την στιγμή φτάνει και ο Χατζημιχάλης με την καβαλαρία του, περιτριγυρίζοντας τον αρχηγό. Ξαφνικά ο Καραϊσκάκης δέχεται ένα βόλι από μπροστά, που τον βρίσκει στο υπογάστριο. Συνεχίζει, μα έπειτα από λίγο ξεκαβαλικεύει. “Δεν είναι τίποτα!”φωνάζει, για να μην πανικοβάλει το υπόλοιπο ασκέρι, παρά τις προτροπές να τον μεταφέρουν πίσω.
Γυρνώντας στο στρατόπεδο, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, “Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά - Εγώ πεθαίνω, όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα.” Πριν μπει στην βάρκα αποχαιρετά τους συναγωνιστές του.
“Αδέρφια μου, πάω να με κοιτάξουν οι γιατροί. Μα ποιος ξέρει, ίσως και να μη ζήσω. Θα πεθάνω όμως ευχαριστημένος, γιατί έκανα, όσο μου το συχώρεσαν οι δυνάμεις μου, το χρέος μου στην πατρίδα. Ένα σας γυρεύω, να μην κιοτήσετε αν πεθάνω, μα να φανείτε πιο παλικάρια από ποτές. Μην τους φοβόσαστε τους Τούρκους, αυτοί άμα σας ξέρουν μονοιασμένους σας τρέμουν. Κι ούτε έχετε ανάγκη να σας αφεντεύουν ξένοι στον πόλεμο. Τον ξέρετε καλύτερα από κάθε άλλον. Κι ο πόλεμος που κάνουμε είναι δίκιος και χρειαζούμενος. Συχωράτε με, αδέρφια, όπως κι εγώ συχωρνάω μικρούς και μεγάλους. Έχετε γεια άξια παλικάρια και κατακαημένοι σύντροφοί μου!”
Πάνω στην γολέτα “Σπαρτιάτης” τον επισκέφθηκαν οι γιατροί για να διαπιστώσουν το μοιραίο της κατάστασης. Όταν ο Κόχραν έμαθε ότι ο Καραϊσκάκης βρίσκεται στα τελευταία του, παίρνει τον Μαυροκορδάτο, που μέχρι τότε δεν είχε πατήσει το πόδι του στη στεριά, και με μια φελούκα αποβιβάζονται στο Πασαλιμάνι για τη μάζωξη τον καπεταναίων. Εκεί ακολουθεί ο διάλογος του Κόχραν με τους αγωνιστές:
- Είσαστε έτοιμοι να μπαρκαριστείτε σύμφωνα με το σχέδιο; Ρωτάει ο λόρδος.
- Πες του πως εμείς θαρρέψαμε όπου μας φώναξε να μας παρηγορήσει για το κακό που μας βρήκε. Ο Καραϊσκάκης ήτανε τέτοιος δοξασμένος αρχηγός που το πάθημα του έριξε τ’ ασκέρι σε βαθειά συλλογή και λύπη. Απευθύνεται ο Γενναίος στον Μαυροκορδάτο.
- Σας ρωτώ για τελευταία φορά, αν είσαστε έτοιμοι να βάλετε σε πράξη το σχέδιο μου.
- Μα πως να το βάλουμε; Ο αρχηγός μας ψυχομαχάει κι εσύ μας ζητάς να κινηθούμε; Κι έπειτα τ’ ασκέρι, ετούτη την ώρα, θάβει τους σκοτωμένους και περιποιείται τους λαβωμένους από τον απογευματινό πόλεμο.
- Ε, τότες εγώ παίρνω τα καράβια μου και φεύγω! Αποκρίνεται, όλο νάζι, ο ξυνισμένος λόρδος, παίρνει τον συνεργάτη του (Μαυροκορδάτος) και φεύγουν.
Η ποιότητα του σχεδίου του… λόρδου (όπως και του Τσώρτς) φάνηκαν αμέσως μετά, με την τελική έκβαση και την συντριπτική ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στο Φάληρο. Εν τω μεταξύ στο στρατόπεδο, μεταφέρθηκε η επιθυμία του Καραϊσκάκη στους Ρουμελιώτες να πάνε να τον δούνε. Στέλνουν τον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και τον Γαρδικιώτη Γρίβα σαν αντιπροσώπους. Όταν τους είδε, λέει:
“Ελάτε να σας φιλήσω… Μην κλαίτε και μην απελπιζόσαστε, εγώ πήρα κι άλλες πληγές και ξέρω μόνος μου ποια θάναι η θανατερή. Αν ίσαμε το βράδυ βγώ στο αναγκαίο, είμαι καλά, αν δεν έβγω είμαι κακά και πεθαίνω. Ξέρω τον αίτιο κι αν ζήσω παίρνουμε χάκι (εκδίκηση), ειδέ και πεθάνω ας μου κλάσει τον πούτσο κι αυτός. Τι κέρδισε;” Αυτά τα λόγια του Καραϊσκάκη αφήνουν να εννοηθεί ότι το χτύπημα που δέχθηκε ήταν εκ των έσω… (οι γνώμες διίστανται). “Τώρα, γιατί ποιος ξέρει αν ζω ή πεθαίνω, θέλω ν’ αφήσω σε σας τους αγαπημένους μου, τις τελευταίες παραγγελίες μου. Στο γιο μου αφήνω το ντουφέκι μου την Βασιλικά…” Γύρισε το κοίταξε και συνέχισε συγκινημένος, “Τα πλούτη όπου καζάντισα από μικρό παιδί στάθηκες εσύ, ντουφέκι μου. Τις τσούπρες μου, που είναι ανήλικες και αδύναμες να κυβερνηθούν, τις αφήνω να τις προστατέψετε εσείς.”
Και ύστερα υπέγραψε την διαθήκη του:
“Σαράντα τέσσαρες χιλ. γρόσια εις το κεμέρι μου του Μήτρ. Αγραφιώτη από αυτά αι τριάντα χιλ. να δοθούν εις ταις τσούπρες μου, να ταις περιλάβουν οι δυο Μήτρηδες του Σκυλοδήμου και Αγραφιώτη. Δύω χιλιάδες να πάρη ο ένας Μήτρος και δύω ο άλλος οπού με εδούλευαν. Χίλια να πάρουν εκείνοι οπού θα με θάψουν Δύω χιλ. έχει ο γραμματικός. Τέσσαρες χιλιάδες της Μαργιός. Τα άλλα να μοιρασθούν διά την ψυχήν μου. Αυτά οπού έχω εις την σακκούλαν μου να τα λάβουν οι γραμματικοί και τζαουσάδες μου.”
22 Απριλίου
καραησκάκης
“Το τουφέκι και άτια μου να πάνε των παιδιών μου και ώρα μου. Έξ. χιλ. γρ. μου θέλει ο Νοταράς Ιωάννης. Δεκα πέντε χιλιάδες γρόσια έχει ο Μήτρος του Σκυλοδήμου δια τον Κασηνίκα και λοιπούς Δαγκλή και άλλους αξιωματικούς.”
Όπως λέει και ο Φωτιάδης: “Αυτό είταν όλο κι όλο το βιός που άφησε στα ορφανά από μάνα και κύρη παιδιά του. Πέρασαν από τα χέρια του εκατομμύρια γρόσια, που τάχε πάρει από τα κεμέρια των οχτρών κι αυτά μονάχα είχαν απομείνει. Όλα τ’ άλλα τα ξόδεψε για να θρέψει και να βραβέψει τα παληκάρια του.”
Ο θάνατος του Καραϊσκάκη |
Όπως λέει και ο Φωτιάδης: “Αυτό είταν όλο κι όλο το βιός που άφησε στα ορφανά από μάνα και κύρη παιδιά του. Πέρασαν από τα χέρια του εκατομμύρια γρόσια, που τάχε πάρει από τα κεμέρια των οχτρών κι αυτά μονάχα είχαν απομείνει. Όλα τ’ άλλα τα ξόδεψε για να θρέψει και να βραβέψει τα παληκάρια του.”
“Παγαίνετε”, λέει, “τώρα εσείς στα πόστα σας. Να μου φιλήσετε όλους και να τους πείτε αύριο το πρωί νάρθουν, καθώς κι εσείς, για να σας ιδώ.”
Τις τελευταίες στιγμές είχε αρχίσει να έχει παραισθήσεις και να παραμιλάει, μέσα σε αφόρητο πόνο. “Θε μου, εγώ δούλεψα την πατρίδα, έκανα το χρέος μου, λευτέρωσε με από τους πόνους”. Και στις 4 τα ξημερώματα της 23ης Απριλίου του 1827, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου “ξεψύχησε το μέγα τέκνο της Ελλάδας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης” όπως μας λέει και ο Φωτιάδης.
Ο Κασομούλης, που έλαβε μέρος στις μάχες στο Φάληρο, υπό τις διαταγές του Καραϊσκάκη, γράφει:
“Πικροτέραν στιγμήν και φαρμακερωτέραν εις καμμίαν περίστασιν δεν είχα δοκιμάσει. Εμείναμεν εις την μέσην ικανήν ώραν χωρίς να κινούμεθα ούτε εδώθεν, ούτε εκείθεν. Εσυλλογίσθημεν, εις ποιόν έπρεπε να υπάγωμεν να μας παρηγορήση! Ποιόν να παρηγορήσωμεν; Επιστρέψαμεν οπίσω, ειδοποιούντες και τους λοιπούς να μείνουν εις την θέσιν διότι ο Αρχηγός απέθανεν.” Μαζεύτηκαν γύρω από την σκηνή του που είχε μαζέψει αρνιά και άλλα τρόφιμα να μοιράσει στο ασκέρι, για τη ονομαστική του γιορτή. “Αυτά μας διήγειρον τα αισθήματα να μοιρολογούμεν και τα μικρότερα συμβάντα ωσάν γυναίκες”, συνεχίζει ο Κασομούλης.
Ο γέρος του Μοριά όταν έμαθε το νέο για το θάνατο του Καραϊσκάκη, λέγεται ότι κάθισε κατάχαμα και έκλαιγε με λυγμούς. Το πρωί της 24ης τον έθαψαν στην Σαλαμίνα στο ναό του αγίου Δημητρίου, ύστερα από δοξολογία.
Ο Φωτιάδης παρατηρεί:
“Όταν ήταν παιδί οι μάνες λέγανε για αυτόν: Σαν τον Καραϊσκάκη καταντήσατε βρε! Κι έπειτα οι μάνες όλου του τόπου μας ευχόνταν στα παιδιά τους: Μοιάσετε στον Καραϊσκάκη!”…
Πηγές:
1. Δ. Φωτιάδης - Καραϊσκάκης
2. Ν. Κασομούλης - Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833
3. Φ. Χρυσανθόπουλος - Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως
4. Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη - Απομνημονεύματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου