Του Κώστα Ράπτη
Η τουρκική εκδοχή του κοσμικού κράτους υπήρξε εξαρχής άκρως ιδιόρρυθμη – καθώς παρά τις κινήσεις θρησκευτικού αποχρωματισμού της δημόσιας σφαίρας (εισαγωγή του ελβετικού αστικού δικαίου, υποχρεωτικός πολιτικός γάμος, απαγόρευση της ιερατικής περιβολής στους λειτουργούς όλων των δογμάτων, κ.ο.κ.) η ιδιότητα του “αυθεντικού Τούρκου πολίτη” ταυτίσθηκε υπόρρητα με αυτήν του Μουσουλμάνου, ενώ οι μη μουσουλμανικές μειονότητες έγιναν αντιληπτές ως ξένα σώμα. Επιπλέον, το τουρκικό μοντέλο κοσμικότητας δεν συνιστά πραγματικό χωρισμό της θρησκείας από το κράτος, αλλά ασφυκτικό κρατικό έλεγχο του επικρατούντος θρησκεύματος – μέσω της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet İşleri Başkanlığı), γνωστής απλούστερα ως Diyanet.
Το Diyanet ιδρύθηκε παράλληλα με την κατάργηση του Χαλιφάτου από τον Kemal Atatürk, στις 3 Μαρτίου 1924, σε αντικατάσταση του οθωμανικού Υπουργείου Βακουφίων, υπάγεται απευθείας στο πρωθυπουργικό γραφείο και ο επικεφαλής του είναι πάντοτε θρησκευτικός λειτουργός. Δεν καλύπτει παρά μόνο το κυρίαρχο σουνιτικό δόγμα της χαναφικής σχολής του Ισλάμ, παρακάμπτοντας όχι μόνο τις μη μουσουλμανικές μειονότητες (που πλέον περιορίζονται σε 0,3% του πληθυσμού) αλλά και την (ετερόδοξη μουσουλμανική) αλεβιτική κοινότητα, η οποία περιλαμβάνει περίπου 20% του πληθυσμού. Ευθύνη του Diyanet είναι η διαχείριση (με δημόσιο χρήμα) των 85.000 τεμενών της Τουρκίας, η στελέχωσή τους με ιμάμηδες και η κεντρική εκπόνηση του κηρύγματος της Παρασκευής για όλη τη χώρα.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν φορέα που ξεπερνά αρκετά υπουργεία σε προσωπικό και προϋπολογισμό – και που επί των ημερών των “ισλαμοδημοκρατών” του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης γνωρίζει διαρκή διόγκωση. Οι υπαγόμενοι στο Diyanet υπάλληλοι έφθασαν τους 122.000 το 2013 (από 74.000 το 2003), ενώ οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 176% ανάμεσα στο 2002 και το 2012, ποσοστό-ρεκόρ για οποιαδήποτε υπηρεσία στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Όμως, ο ρόλος που επιφυλάσσεται στο Diyanet δεν περιορίζεται πλέον στο εσωτερικό της γείτονος.
Εμψυχωτής της δραστήριας θρησκευτικής διπλωματίας που ασκεί το Diyanet είναι ο επικεφαλής της από το Νοέμβριο 2010, δρ. Mehmet Görmez, ο οποίος έχει ζήσει κατά καιρούς στην Αίγυπτο, το Καζαχστάν και τη Βρετανία και δεν διστάζει να καλλιεργεί ένα προφίλ περισσότερο “πολιτικό” από αυτό των προκατόχων του, τοποθετούμενος ανοιχτά σε ζητήματα της εγχώριας και διεθνούς διπλωματίας.
Λ.χ. κατά την επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στην Τουρκία ο Görmez διεκτραγώδησε την έξαρση της “ισλαμοφοβίας” στην Ευρώπη, ενώ μετά τη σφαγή στο Charlie Hebdo στηλίτευσε το γεγονός ότι ο βίαιος θάνατος 12 εκατ. ανθρώπων στον μουσουλμανικό κόσμο την περασμένη δεκαετία δεν προκάλεσε την ίδια κατακραυγή με τον φόνο 12 συνεργατών του παρισινού περιοδικού. Συνηγόρησε υπέρ της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τέμενος, υποστηρίζοντας ότι “αυτό το ισλαμικό μνημείο παγκόσμιας σημασίας” δεν μπορεί να είναι “ούτε μουσείο, ούτε εκκλησία”, ενώ για την Ιερουσαλήμ τόνισε ότι “όταν η αγία al-Quds ζητά βοήθεια, κάθε Μουσουλμάνος οφείλει να προστρέξει”.
Μόνο εντός του 2015, ο επικεφαλής του Diyanet έχει εμφανισθεί σε πέντε τηλεοπτικά προγράμματα, έχει δεχθεί τους πρεσβευτές της Βρετανίας, του Μάλι και της Ταϊλάνδης, έχει συναντηθεί με αντιπροσωπείες από το Καζαχστάν, την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Λιθουανία, τη Βοσνία, την Πολωνία, την Καμπότζη το Αζερμπαϊτζάν και την αυτόνομη δημοκρατία του Ταταρστάν (της Ρωσικής Ομοσπονδίας), ενώ πολλές είναι οι επίσημες επισκέψεις του στο εξωτερικό, από την Γεωργία το περασμένο φθινόπωρο μέχρι το Σουδάν στις αρχές Μαρτίου.
Οι διεθνείς δραστηριότητες του Diyanet περιλαμβάνουν επίσης την χορήγηση υποτροφιών σε 3.791 σπουδαστές από τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ασία και την Αφρική για σπουδές σε τουρκικά ιεροσπουδαστήρια (imam hatip) και θεολογικές σχολές, καθώς και τη διεξαγωγή προγραμμάτων συνεργασίας σε 79 χώρες, κυρίως για την παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Ιδιαίτερο βαρύτητα δίνεται στην κατασκευή τεμενών σε χώρες του εξωτερικού με έξοδα της Τουρκίας.
Σύμφωνα με τον Thomas Seibert του al-monitor.com, το αναπτυξιακό ίδρυμα του Diyanet, TDV, έχει επιβλέψει την κατασκευή 50 τζαμιών σε 25 χώρες, από την ίδρυσή του το 1975, ενώ αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη 18 αντίστοιχα έργα σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, το Καζαχστάν, η Κιργιζία, οι Φιλιππίνες, η Βρετανία, η Σομαλία, τα Παλαιστινιακά Εδάφη και η Αλβανία – όπου στα Τίρανα ανεγείρεται το μεγαλύτερο τέμενος των Βαλκανίων, χωρητικότητας 4.500 πιστών.
Η έμφαση που αποδίδει η τουρκική κυβέρνηση σε αυτού του τύπου τις δραστηριότητες, κατέστη σαφής τον περασμένο μήνα, οπότε επισκεπτόμενος την Κούβα ο Tayyip Erdoğan πρότεινε επίμονα να αναλάβει η χώρα του την κατασκευή τεμένους (και μάλιστα αντιγράφου του φημισμένου τζαμιού του Ortakoy της Κωνσταντινούπολης) για τους 3.500 μουσουλμάνους της νήσου – αν όχι στην Αβάνα (για την οποία ανάλογη πρόταση έχει απευθύνει ήδη η Σαουδική Αραβία), τουλάχιστον στο Σαντιάγο.
Σε κάθε περίπτωση, το Diyanet αποτελεί την αιχμή του δόρατος σε έναν “πόλεμο” με θρησκευτικό χρώμα, ο οποίος διεξάγεται μεταξύ των μουσουλμανικών χωρών και έχει ως επίδικο την διεθνή επιρροή. Είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν περιορίζει πλέον τη ματιά της μόνο σε χώρες με τις οποίες τη συνδέει το οθωμανικό παρελθόν (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή) ή η κοινή τουρανική καταγωγή (Κεντρική Ασία), αλλά στρέφεται και προς την Αφρική, όπου εντείνει την ανθρωπιστική της δράση, ή τη διασπορά. Προβάλλει δε ως ένα αντίπαλο πρότυπο προς τον σαουδαραβικό σκληροπυρηνικό σαλαφισμό, ενώ διεκδικεί και από την Αίγυπτο τον ρόλο του κέντρου της ισλαμικής μάθησης, προγραμματίζοντας την ίδρυση διεθνούς ισλαμικού πανεπιστημίου, με τη φιλοδοξία να επισκιάσει το φημισμένο Al-Azhar του Καϊρου. Ωστόσο, η προϊούσα διολίσθησή του Erdoğan στον αυταρχισμό υπονομεύει τον ισχυρισμό ότι το τουρκικό μοντέλο μπορεί να αποτελέσει μιαν επιτυχή σύνθεση του πολιτικού Ισλάμ με την κοινοβουλευτική δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς.
Οι αμετανόητοι κεμαλιστές άλλωστε δεν παύουν να αντιδρούν. Έτσι, ο υποψήφιος στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές με το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα Şahin Ciner υποστήριξε ότι το Diyanet υφίσταται πολιτική εκμετάλλευση και πρότεινε την αντικατάστασή του από ένα καθαρά κοσμικό εποπτικό σώμα, με μεταβίβαση της ευθύνης λειτουργίας των τεμενών σε μη κρατικές ενώσεις. Επιπλέον ζήτησε την μείωση του αριθμού των imam hatip (πραγματικού “φυτώριου” της νέας “ισλαμοδημοκρατικής ελίτ”) και τον περιορισμό της πρόσβασης των αποφοίτων τους σε τριτοβάθμια ιδρύματα πέρα από τις θεολογικές σχολές. Υποστήριξε επιπλέον ότι η μετάδοση μέσω μεγαφώνων του alham (του καλέσματος του μουεζίνη στην προσευχή) “καταπιέζει την κοινωνία” και θα πρέπει να απαγορευθεί...
Η τουρκική εκδοχή του κοσμικού κράτους υπήρξε εξαρχής άκρως ιδιόρρυθμη – καθώς παρά τις κινήσεις θρησκευτικού αποχρωματισμού της δημόσιας σφαίρας (εισαγωγή του ελβετικού αστικού δικαίου, υποχρεωτικός πολιτικός γάμος, απαγόρευση της ιερατικής περιβολής στους λειτουργούς όλων των δογμάτων, κ.ο.κ.) η ιδιότητα του “αυθεντικού Τούρκου πολίτη” ταυτίσθηκε υπόρρητα με αυτήν του Μουσουλμάνου, ενώ οι μη μουσουλμανικές μειονότητες έγιναν αντιληπτές ως ξένα σώμα. Επιπλέον, το τουρκικό μοντέλο κοσμικότητας δεν συνιστά πραγματικό χωρισμό της θρησκείας από το κράτος, αλλά ασφυκτικό κρατικό έλεγχο του επικρατούντος θρησκεύματος – μέσω της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet İşleri Başkanlığı), γνωστής απλούστερα ως Diyanet.
Το Diyanet ιδρύθηκε παράλληλα με την κατάργηση του Χαλιφάτου από τον Kemal Atatürk, στις 3 Μαρτίου 1924, σε αντικατάσταση του οθωμανικού Υπουργείου Βακουφίων, υπάγεται απευθείας στο πρωθυπουργικό γραφείο και ο επικεφαλής του είναι πάντοτε θρησκευτικός λειτουργός. Δεν καλύπτει παρά μόνο το κυρίαρχο σουνιτικό δόγμα της χαναφικής σχολής του Ισλάμ, παρακάμπτοντας όχι μόνο τις μη μουσουλμανικές μειονότητες (που πλέον περιορίζονται σε 0,3% του πληθυσμού) αλλά και την (ετερόδοξη μουσουλμανική) αλεβιτική κοινότητα, η οποία περιλαμβάνει περίπου 20% του πληθυσμού. Ευθύνη του Diyanet είναι η διαχείριση (με δημόσιο χρήμα) των 85.000 τεμενών της Τουρκίας, η στελέχωσή τους με ιμάμηδες και η κεντρική εκπόνηση του κηρύγματος της Παρασκευής για όλη τη χώρα.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν φορέα που ξεπερνά αρκετά υπουργεία σε προσωπικό και προϋπολογισμό – και που επί των ημερών των “ισλαμοδημοκρατών” του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης γνωρίζει διαρκή διόγκωση. Οι υπαγόμενοι στο Diyanet υπάλληλοι έφθασαν τους 122.000 το 2013 (από 74.000 το 2003), ενώ οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 176% ανάμεσα στο 2002 και το 2012, ποσοστό-ρεκόρ για οποιαδήποτε υπηρεσία στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Όμως, ο ρόλος που επιφυλάσσεται στο Diyanet δεν περιορίζεται πλέον στο εσωτερικό της γείτονος.
Εμψυχωτής της δραστήριας θρησκευτικής διπλωματίας που ασκεί το Diyanet είναι ο επικεφαλής της από το Νοέμβριο 2010, δρ. Mehmet Görmez, ο οποίος έχει ζήσει κατά καιρούς στην Αίγυπτο, το Καζαχστάν και τη Βρετανία και δεν διστάζει να καλλιεργεί ένα προφίλ περισσότερο “πολιτικό” από αυτό των προκατόχων του, τοποθετούμενος ανοιχτά σε ζητήματα της εγχώριας και διεθνούς διπλωματίας.
Λ.χ. κατά την επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στην Τουρκία ο Görmez διεκτραγώδησε την έξαρση της “ισλαμοφοβίας” στην Ευρώπη, ενώ μετά τη σφαγή στο Charlie Hebdo στηλίτευσε το γεγονός ότι ο βίαιος θάνατος 12 εκατ. ανθρώπων στον μουσουλμανικό κόσμο την περασμένη δεκαετία δεν προκάλεσε την ίδια κατακραυγή με τον φόνο 12 συνεργατών του παρισινού περιοδικού. Συνηγόρησε υπέρ της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τέμενος, υποστηρίζοντας ότι “αυτό το ισλαμικό μνημείο παγκόσμιας σημασίας” δεν μπορεί να είναι “ούτε μουσείο, ούτε εκκλησία”, ενώ για την Ιερουσαλήμ τόνισε ότι “όταν η αγία al-Quds ζητά βοήθεια, κάθε Μουσουλμάνος οφείλει να προστρέξει”.
Μόνο εντός του 2015, ο επικεφαλής του Diyanet έχει εμφανισθεί σε πέντε τηλεοπτικά προγράμματα, έχει δεχθεί τους πρεσβευτές της Βρετανίας, του Μάλι και της Ταϊλάνδης, έχει συναντηθεί με αντιπροσωπείες από το Καζαχστάν, την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Λιθουανία, τη Βοσνία, την Πολωνία, την Καμπότζη το Αζερμπαϊτζάν και την αυτόνομη δημοκρατία του Ταταρστάν (της Ρωσικής Ομοσπονδίας), ενώ πολλές είναι οι επίσημες επισκέψεις του στο εξωτερικό, από την Γεωργία το περασμένο φθινόπωρο μέχρι το Σουδάν στις αρχές Μαρτίου.
Οι διεθνείς δραστηριότητες του Diyanet περιλαμβάνουν επίσης την χορήγηση υποτροφιών σε 3.791 σπουδαστές από τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ασία και την Αφρική για σπουδές σε τουρκικά ιεροσπουδαστήρια (imam hatip) και θεολογικές σχολές, καθώς και τη διεξαγωγή προγραμμάτων συνεργασίας σε 79 χώρες, κυρίως για την παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Ιδιαίτερο βαρύτητα δίνεται στην κατασκευή τεμενών σε χώρες του εξωτερικού με έξοδα της Τουρκίας.
Σύμφωνα με τον Thomas Seibert του al-monitor.com, το αναπτυξιακό ίδρυμα του Diyanet, TDV, έχει επιβλέψει την κατασκευή 50 τζαμιών σε 25 χώρες, από την ίδρυσή του το 1975, ενώ αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη 18 αντίστοιχα έργα σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, το Καζαχστάν, η Κιργιζία, οι Φιλιππίνες, η Βρετανία, η Σομαλία, τα Παλαιστινιακά Εδάφη και η Αλβανία – όπου στα Τίρανα ανεγείρεται το μεγαλύτερο τέμενος των Βαλκανίων, χωρητικότητας 4.500 πιστών.
Η έμφαση που αποδίδει η τουρκική κυβέρνηση σε αυτού του τύπου τις δραστηριότητες, κατέστη σαφής τον περασμένο μήνα, οπότε επισκεπτόμενος την Κούβα ο Tayyip Erdoğan πρότεινε επίμονα να αναλάβει η χώρα του την κατασκευή τεμένους (και μάλιστα αντιγράφου του φημισμένου τζαμιού του Ortakoy της Κωνσταντινούπολης) για τους 3.500 μουσουλμάνους της νήσου – αν όχι στην Αβάνα (για την οποία ανάλογη πρόταση έχει απευθύνει ήδη η Σαουδική Αραβία), τουλάχιστον στο Σαντιάγο.
Σε κάθε περίπτωση, το Diyanet αποτελεί την αιχμή του δόρατος σε έναν “πόλεμο” με θρησκευτικό χρώμα, ο οποίος διεξάγεται μεταξύ των μουσουλμανικών χωρών και έχει ως επίδικο την διεθνή επιρροή. Είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν περιορίζει πλέον τη ματιά της μόνο σε χώρες με τις οποίες τη συνδέει το οθωμανικό παρελθόν (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή) ή η κοινή τουρανική καταγωγή (Κεντρική Ασία), αλλά στρέφεται και προς την Αφρική, όπου εντείνει την ανθρωπιστική της δράση, ή τη διασπορά. Προβάλλει δε ως ένα αντίπαλο πρότυπο προς τον σαουδαραβικό σκληροπυρηνικό σαλαφισμό, ενώ διεκδικεί και από την Αίγυπτο τον ρόλο του κέντρου της ισλαμικής μάθησης, προγραμματίζοντας την ίδρυση διεθνούς ισλαμικού πανεπιστημίου, με τη φιλοδοξία να επισκιάσει το φημισμένο Al-Azhar του Καϊρου. Ωστόσο, η προϊούσα διολίσθησή του Erdoğan στον αυταρχισμό υπονομεύει τον ισχυρισμό ότι το τουρκικό μοντέλο μπορεί να αποτελέσει μιαν επιτυχή σύνθεση του πολιτικού Ισλάμ με την κοινοβουλευτική δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς.
Οι αμετανόητοι κεμαλιστές άλλωστε δεν παύουν να αντιδρούν. Έτσι, ο υποψήφιος στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές με το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα Şahin Ciner υποστήριξε ότι το Diyanet υφίσταται πολιτική εκμετάλλευση και πρότεινε την αντικατάστασή του από ένα καθαρά κοσμικό εποπτικό σώμα, με μεταβίβαση της ευθύνης λειτουργίας των τεμενών σε μη κρατικές ενώσεις. Επιπλέον ζήτησε την μείωση του αριθμού των imam hatip (πραγματικού “φυτώριου” της νέας “ισλαμοδημοκρατικής ελίτ”) και τον περιορισμό της πρόσβασης των αποφοίτων τους σε τριτοβάθμια ιδρύματα πέρα από τις θεολογικές σχολές. Υποστήριξε επιπλέον ότι η μετάδοση μέσω μεγαφώνων του alham (του καλέσματος του μουεζίνη στην προσευχή) “καταπιέζει την κοινωνία” και θα πρέπει να απαγορευθεί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου